Από τον ΒΛΑΣΗ ΡΑΣΣΙΑ
Ιταλός δημοκράτης και Ιακωβίνος, ουτοπιστής σοσιαλιστής, αδιάφθορος, χαρισματικός και ακούραστος επαναστάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος, ελευθεροτέκτονας και ιδρυτικό, ηγετικό στέλεχος και πνευματικός πατέρας των επαναστατικών οργανώσεων «Λέσχη του Πανθέου», «Ένωση των Δικαίων», «Υψηλό Στερέωμα» και «Φίλοι του Λαού» (ο Μωρίς Ντομανζέ τον θεωρεί «μία από τις πιο ωραίες μορφές της Γαλλικής Επανάστασης», ο Σαρλ Ντονιέ «αποφασιστικό επαναστάτη, αλλά ταυτοχρόνως σοβαρό, μετριόφρονα και σεμνό» και ο Μιχαήλ Μπακούνιν «τον μεγαλύτερο επαναστάτη της εποχής του»).
Γεννήθηκε το 1761 στην Πίζα, καταγόταν από την ευγενή οικογένεια του Μιχαηλάγγελου και σπούδασε φιλολογία και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, ενώ παράλληλα ασπάσθηκε τις προοδευτικές ιδέες της εποχής και προχώρησε μάλιστα στην έκδοση της «Οικουμενικής Εφημερίδας» («Gazetta Universale»), η οποία δεν χρειάστηκε πολύ για να κριθεί «ανατρεπτική» από την αστυνομία του Μεγάλου Δούκα Πέτρου Λεοπόλδου, με αποτέλεσμα ο 28χρονος ιδεολόγος να αναγκαστεί να καταφύγει το 1789 στην Κορσική. Εκεί γνωρίστηκε με τον νεαρό Ναπολέοντα Βοναπάρτη, μπήκε στις τάξεις των τοπικών Ιακωβίνων και χαιρέτησε με ενθουσιασμό το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, εκδίδοντας μάλιστα την εφημερίδα «Πατριωτική Επιθεώρηση της Κορσικής» («Giornale Patriottico di Corsica»), την πρώτη ιταλική εφημερίδα που ανοικτά εξήρε τις δημοκρατικές – επαναστατικές ιδέες. Ήδη από το 1786, προτού αρχίσουν να τον κυνηγούν για τις ιδέες του, είχε μυηθεί στον Ελευθεροτεκτονισμό.
Τον Ιούνιο του 1791 απελάθηκε από το νησί στην πατρίδα του Τοσκάνη, όπου όμως συνελήφθη αμέσως μετά την άφιξή του και οδηγήθηκε στην φυλακή. Όταν αποφυλακίσθηκε, αποκατέστησε πολύ γρήγορα τις επαφές του με τους επαναστατικούς – δημοκρατικούς κύκλους της Τοσκάνης και το 1793 έφυγε για το υπό την εξουσία των Ιακωβίνων Παρίσι, όπου η Συμβατική Εθνοσυνέλευση, αφού πρώτα τον ανακήρυξε «Γάλλο πολίτη» («citoyen francais») τον Μάϊο 1793 όταν ξεσκέπασε την προδοσία του κορσικανού Πασκουάλε Παολί (Pasquale Paoli, 1725 – 1807), τού ανέθεσε διάφορα αξιώματα.
Έγινε εξαρχής μέλος της «Λέσχης των Ιακωβίνων» και υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του Ροβεσπιέρου, ο οποίος του ανέθεσε με κέντρο την Νίκαια να οργανώσει τις κοινότητες των πολιτικών προσφύγων Ιταλών επαναστατών. Στάλθηκε το καλοκαίρι του 1793 ως εντεταλμένος αντιπρόσωπος της Συμβατικής στην εχθρική απέναντι στην Επανάσταση Λυών (Lyons), συνελήφθη από τους στασιαστές και φυλακίσθηκε, δεν είχε ωστόσο την φρικτή τύχη του ηγέτη των εκεί Ιακωβίνων Ζοζέφ Σαλιέ (Marie Joseph Chalier, 1747 - 1793) που καρατομήθηκε σε σκουριασμένη και «στομωμένη» λαιμητόμο.
Όταν απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο του 1793 επέστρεψε στο Παρίσι και συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια των «ροβεσπιεριστών» να ολοκληρώσουν με κάθε κόστος το έργο της Επανάστασης. Επισκεπτόταν τακτικότατα το σπίτι του Ροβεσπιέρου στην οδό Saint-Honore και είχε μαζί του μακρές συζητήσεις. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Albert Mathiez στο «Annales Revolutionnaires» του Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 1910, ο Ροβεσπιέρος είχε μακρές συναντήσεις μαζί του πριν από όλες τις κρίσιμες μάχες της περιόδου 1793 – 1794 απέναντι στους Γιρονδίνους και στις φράξιες των «Εμπεριστών» («Hebertistes») και «Νταντωνιστών» («Dantonistes»).
Με την πτώση του Ροβεσπιέρου τον Ιούλιο του 1794 και την επικράτηση των αντεπαναστατικών στοιχείων στην Συμβατική Εθνοσυνέλευση, ανακλήθηκε από την διοικητική θέση του στην Oneglia, συνελήφθη από την παρισινή αστυνομία και κλείστηκε στις 29 Απριλίου 1795 στην φυλακή Plessis, όπου γνώρισε τον οικοδεσπότη του Ροβεσπιέρου Ντυπλαί (Maurice Duplay), τον Ζυλιέν (Marc Antoine Julien), αλλά και τον «Γράκχο» Μπαμπέφ (Francois - Noel «Gracchus» Babeuf, 1760 – 1797) στου οποίου τις σοσιαλιστικές ιδέες προσχώρησε.
Μετά την αποφυλάκισή τους στις 31 Οκτωβρίου του ιδίου έτους (ή στις 4 Μπρυμαίρ του έτους 4) με την γενική αμνηστεία που έδωσε η Συμβατική, οι Μπουοναρόττι και Μπαμπέφ ίδρυσαν μαζί την ιακωβινική πολιτική οργάνωση «Λέσχη του Πανθέου», που έλαβε το όνομά της από την πλατεία όπου πραγματοποιούσε τις συγκεντρώσεις της και στις αρχές του 1796 αριθμούσε 17.000 μέλη, μερικά από τα οποία ήσαν και μέλη της φρουράς του Παρισιού.
Τον Φεβρουάριο του 1796, όταν ο Ναπολέων διέλυσε κατ’ εντολή του «Διευθυντηρίου» την «Λέσχη του Πανθέου», ο Μπουοναρόττι ίδρυσε μαζί με τους Γράκχο Μπαμπέφ, Ωγκυστέν Νταρτέ (Augustin Alexandre Darthe, 1769 - 1797), Ζαν Μπαπτίστ Λιντέ (Jean - Baptiste Robert Lindet, 1746 – 1825) κ.ά. την «Ένωση των Δικαίων» ή «Εταιρεία των Ίσων» («Societe des Egaux», Φεβρουάριος 1796), την πρώτη μεγάλη σοσιαλιστική επαναστατική οργάνωση της Γαλλίας και συνέταξε την «Ανάλυση της Διδασκαλίας του Μπαμπέφ» («Analyse de la doctrine de Baboeuf») που τοιχοκολλήθηκε σε όλο το Παρίσι στις 9, 10 και 11 Απριλίου 1796 και μέσα από τα 12 άρθρα της κατήγγειλε στο όνομα της Φύσης την ατομική ιδιοκτησία και απαιτούσε αγροτική μεταρρύθμιση και Δημοκρατία.
Η «Ένωση των Δικαίων», την οποία διοικούσε ένα επταμελές «Μυστικό Διευθυντήριο», αποτελούσε ουσιαστικά τον παράνομο βραχίονα της πρώην «Λέσχης του Πανθέου», με σκοπό την προετοιμασία εξέγερσης προς ανατροπή του καθεστωτικού «Διευθυντηρίου», αλλά και προς κατάργηση του αντιδημοκρατικού Συντάγματος του 1795. Σχετικά με το πρόβλημα του ποια πολιτική μορφή θα έπρεπε να πάρει η πολιτική εξουσία μετά την ανατροπή του «Διευθυντηρίου», ο Μπουοναρόττι έγραψε αργότερα τα ακόλουθα, που προϊδέαζαν τις θέσεις του μετέπειτα «μαθητή» του Μπλανκί:
«οι εναλλαγές στην τύχη της Συμβατικής κατέδειξαν πως ο λαός, οι αντιλήψεις του οποίου έχουν διαμορφωθεί μέσα στο σύστημα της κοινωνικής αδικίας και του δεσποτισμού, δεν είναι ακόμα ικανός να επιβάλει μέσω των εκλογών ανθρώπους που μπορούν να οδηγήσουν την Επανάσταση μέχρι το τέλος. Αυτό το δύσκολο καθήκον μπορούν να το πραγματοποιήσουν μόνο άνθρωποι θαρραλέοι και με διαμορφωμένη συνείδηση, άνθρωποι έξυπνοι και απόλυτα αφοσιωμένοι στον λαό και την ανθρωπότητα».
Ο Μπουοναρόττι συνελήφθη στις 10 Μαϊου 1796 (21 Φλορεάλ του έτους 4) και μετά από ανακρίσεις ενός περίπου έτους, αρχικά στην παρισινή φυλακή Temple και έπειτα στην φυλακή της επαρχιακής πόλης Βεντόμ (Vendome, όπου είχαν μεταφερθεί από τις 27 Αυγούστου όλοι οι επτά κρατούμενοι ηγέτες της οργάνωσης με διαταγή του «Διευθυντηρίου» από φόβο μήπως ξεσηκωθεί ο λαός του Παρισιού), καταδικάστηκε στις 26 Μαϊου 1797 (ή 7 Πραιριάλ του έτους 5) σε ισόβια φυλάκιση. Όταν οι συγκατηγορούμενοί του Μπαμπέφ και Νταρτέ προσπάθησαν να αυτοκτονήσουν με αυτοσχέδια στιλέτα την στιγμή που τους αναγγέλθηκε θανατική ποινή, ο Μπουοναρόττι αποπειράθηκε να ξεσηκώσει το ακροατήριο της δίκης, όμως επέβαλαν την τάξη οι προτεταμένες ξιφολόγχες των δεκάδων στρατιωτών που αστυνόμευαν την αίθουσα. Φυλακίστηκε αρχικά στο Σέρμπουργκ και εν συνεχεία στο νησί Ολερόν (Oleron).
Όταν ο παλαιός θαυμαστής του Ναπολέων Βοναπάρτης έγινε ύπατος και πραγματικός κυρίαρχος όλης της Γαλλίας, τού πρόσφερε μία υψηλή θέση την οποία όμως ο Μπουοναρόττι απέρριψε με περιφρόνηση. Απολύθηκε από την φυλακή το 1807 και εγκαταστάθηκε αρχικά στα νοτιοδυτικά σύνορα και μετά στην Γενεύη της Ελβετίας, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην με παραδόσεις μαθημάτων μουσικής και ξένων γλωσσών. Συνέστησε το ολιγάριθμο «Υψηλό Στερέωμα» ή «Διευθυντήριο των Παρισίων» με σκοπό την ίδρυση και τον συντονισμό πολυπλόκαμων επαναστατικών – δημοκρατικών οργανώσεων ενάντια στις «τυραννίες» (μοναρχίες) της Ευρώπης και το 1815 προχώρησε με τον αδελφό τού Μαρά στην ίδρυση της τεκτονικής στοάς «Les Amis Sinceres». Όταν αυτή διαλύθηκε μετά από λίγο από τις αρχές, ίδρυσε την στοά «Les Sublimes Maitres Parfaits» και ανέπτυξε στενότατη συνεργασία με διάφορους Ιταλούς επαναστάτες, κυρίως «Καρμπονάρους» («Carbonari»), με τους οποίους ίδρυσε το 1823 την στοά «La Charbonnerie Francaise», παρακλάδι της μυστικής ιακωβινικής οργάνωσης «Γαλάτες Αναμορφωτές» («Reformateurs Gaulois»), που τα μέλη της ορκίζονταν «μίσος για τους τυράννους και αιώνιο πόλεμο κατά της Ιεράς Συμμαχίας».
Οι «Γαλάτες Αναμορφωτές», ένας από τους στόχους των οποίων ήταν και η υποστήριξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών, ιδρύθηκαν στις 14 Ιουλίου 1823 (επέτειο της πτώσης της Βαστίλης) και πιστεύεται ότι σχετιζόταν μαζί τους, εάν δεν ήταν και κανονικό μέλος τους, ο Έλληνας εθνικός ποιητής Ανδρέας Κάλβος, του οποίου οι «Ωδές», οι πρώτες από τις οποίες εκδόθηκαν στην Γενεύη, είναι γεμάτες από τους συμβολισμούς της «καρμπονερίας» («Εγώ τώρα εξαπλώνω / ισχυράν δεξιάν / και την άτιμον σφίγγω / πλεξίδα των τυράννων / δολιοφρόνων»).
Κυνηγημένος και από την Γενεύη το 1824 όταν διαλύθηκε η «La Charbonnerie Francaise» και συνελήφθη στο Μιλάνο ο συναγωνιστής του Αντριάν (Alexander Philippe Andryane, 1797 - 1863), ο Μπουοναρόττι κατέληξε στις Βρυξέλλες, όπου ίδρυσε την στοά «Le Monde» και το 1828 εξέδωσε το βιβλίο «Η Συνομωσία για την Ισότητα» («Conspiration pour l’ Egalite dite de Baeuf, suivie du process auquel elle donna lieu») με θέμα του την παλαιά του οργάνωση και την πολύκροτη δίκη των ηγετών της, το οποίο ενέπνευσε με το πάθος και την γλαφυρότητά του πάρα πολλούς επαναστάτες της περιόδου 1828 – 1840. Επέστρεψε στο Παρίσι μετά την επανάσταση του 1830 κατά του βασιλιά Κάρολου του 10ου, όπου λατρευόταν σχεδόν ως άγιος από τους διανοούμενους και τους νεαρούς επαναστάτες. Ένας από τους θερμότερους θαυμαστές και μαθητές του υπήρξε ο Αύγουστος Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui, 1805 – 1881), ο οποίος για ένα διάστημα συνεργάστηκε με τον Μπουοναρόττι στην οργάνωση «Φίλοι του Λαού» («Amis du Peuple»), που είχε ιδρύσει το 1831 ο τελευταίος μαζί με τους Francois - Vincent Raspail (1794 - 1878) και Sigismond Auguste Armand Barbes (1809 – 1870, τον επονομαζόμενο «Μπαγιάρ της Δημοκρατίας) .
Την παραμονή των δύο ταυτόχρονων εξεγέρσεων του Απριλίου 1834 στο Παρίσι και την Λυών, έστειλε γραπτή παρότρυνση προς την μυστική οργανώτρια της δεύτερης πόλης «Λυωνέζικη Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη» («Comite Lyonnais des Droits de l’ Homme et du Citoyen») την οποία υπέγραφε με το όνομα του Ροβεσπιέρου («Maximilien»). Θεωρώντας τον ηθικό αυτουργό, τουλάχιστον, των αιματοβαμμένων εξεγέρσεων, η αστυνομία του βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου προσπάθησε να τον απομακρύνει για μία ακόμα φορά από την Γαλλία, δίχως όμως επιτυχία, λόγω του ότι τού είχε χορηγηθεί παλαιότερα η γαλλική υπηκοότητα από την Συμβατική Εθνοσυνέλευση. Ο γέρος πια επαναστάτης έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του (πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1837) με το ψευδώνυμο Ραϋμόνδος, παραδίνοντας προς το ζην μαθήματα μουσικής, αλλά μη σταματώντας μέχρι την τελευταία ημέρα του να υπερασπίζεται την μνήμη του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου. Λίγο πριν πεθάνει άλλωστε, οι παλαιοί του σύντροφοι στις Βρυξέλλες εξέδωσαν το βιβλίο του «Observations sur Maximilien Robespierre».
Ο μύθος του Μπουοναρόττι διατηρήθηκε πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατό του: ο σοσιαλιστής πολιτικός και ιστορικός Λουϊ Μπλανκ (Louis Blanc, 1811 - 1882) ήταν πεπεισμένος ότι ο Μπουοναρόττι απετέλεσε την θεωρητική και πρακτική «καρδιά» όλης της επαναστατημένης Ευρώπης του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα και στο έργο του «Histoire de Dix ans» τον χαιρέτισε ως λιτό, υπερήφανο και ενάρετο άνδρα, ισάξιο των αρχαίων Ελλήνων σοφών.
Γεννήθηκε το 1761 στην Πίζα, καταγόταν από την ευγενή οικογένεια του Μιχαηλάγγελου και σπούδασε φιλολογία και νομικά στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, ενώ παράλληλα ασπάσθηκε τις προοδευτικές ιδέες της εποχής και προχώρησε μάλιστα στην έκδοση της «Οικουμενικής Εφημερίδας» («Gazetta Universale»), η οποία δεν χρειάστηκε πολύ για να κριθεί «ανατρεπτική» από την αστυνομία του Μεγάλου Δούκα Πέτρου Λεοπόλδου, με αποτέλεσμα ο 28χρονος ιδεολόγος να αναγκαστεί να καταφύγει το 1789 στην Κορσική. Εκεί γνωρίστηκε με τον νεαρό Ναπολέοντα Βοναπάρτη, μπήκε στις τάξεις των τοπικών Ιακωβίνων και χαιρέτησε με ενθουσιασμό το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, εκδίδοντας μάλιστα την εφημερίδα «Πατριωτική Επιθεώρηση της Κορσικής» («Giornale Patriottico di Corsica»), την πρώτη ιταλική εφημερίδα που ανοικτά εξήρε τις δημοκρατικές – επαναστατικές ιδέες. Ήδη από το 1786, προτού αρχίσουν να τον κυνηγούν για τις ιδέες του, είχε μυηθεί στον Ελευθεροτεκτονισμό.
Τον Ιούνιο του 1791 απελάθηκε από το νησί στην πατρίδα του Τοσκάνη, όπου όμως συνελήφθη αμέσως μετά την άφιξή του και οδηγήθηκε στην φυλακή. Όταν αποφυλακίσθηκε, αποκατέστησε πολύ γρήγορα τις επαφές του με τους επαναστατικούς – δημοκρατικούς κύκλους της Τοσκάνης και το 1793 έφυγε για το υπό την εξουσία των Ιακωβίνων Παρίσι, όπου η Συμβατική Εθνοσυνέλευση, αφού πρώτα τον ανακήρυξε «Γάλλο πολίτη» («citoyen francais») τον Μάϊο 1793 όταν ξεσκέπασε την προδοσία του κορσικανού Πασκουάλε Παολί (Pasquale Paoli, 1725 – 1807), τού ανέθεσε διάφορα αξιώματα.
Έγινε εξαρχής μέλος της «Λέσχης των Ιακωβίνων» και υπήρξε στενός φίλος και συνεργάτης του Ροβεσπιέρου, ο οποίος του ανέθεσε με κέντρο την Νίκαια να οργανώσει τις κοινότητες των πολιτικών προσφύγων Ιταλών επαναστατών. Στάλθηκε το καλοκαίρι του 1793 ως εντεταλμένος αντιπρόσωπος της Συμβατικής στην εχθρική απέναντι στην Επανάσταση Λυών (Lyons), συνελήφθη από τους στασιαστές και φυλακίσθηκε, δεν είχε ωστόσο την φρικτή τύχη του ηγέτη των εκεί Ιακωβίνων Ζοζέφ Σαλιέ (Marie Joseph Chalier, 1747 - 1793) που καρατομήθηκε σε σκουριασμένη και «στομωμένη» λαιμητόμο.
Όταν απελευθερώθηκε τον Οκτώβριο του 1793 επέστρεψε στο Παρίσι και συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια των «ροβεσπιεριστών» να ολοκληρώσουν με κάθε κόστος το έργο της Επανάστασης. Επισκεπτόταν τακτικότατα το σπίτι του Ροβεσπιέρου στην οδό Saint-Honore και είχε μαζί του μακρές συζητήσεις. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Albert Mathiez στο «Annales Revolutionnaires» του Οκτωβρίου – Νοεμβρίου 1910, ο Ροβεσπιέρος είχε μακρές συναντήσεις μαζί του πριν από όλες τις κρίσιμες μάχες της περιόδου 1793 – 1794 απέναντι στους Γιρονδίνους και στις φράξιες των «Εμπεριστών» («Hebertistes») και «Νταντωνιστών» («Dantonistes»).
Με την πτώση του Ροβεσπιέρου τον Ιούλιο του 1794 και την επικράτηση των αντεπαναστατικών στοιχείων στην Συμβατική Εθνοσυνέλευση, ανακλήθηκε από την διοικητική θέση του στην Oneglia, συνελήφθη από την παρισινή αστυνομία και κλείστηκε στις 29 Απριλίου 1795 στην φυλακή Plessis, όπου γνώρισε τον οικοδεσπότη του Ροβεσπιέρου Ντυπλαί (Maurice Duplay), τον Ζυλιέν (Marc Antoine Julien), αλλά και τον «Γράκχο» Μπαμπέφ (Francois - Noel «Gracchus» Babeuf, 1760 – 1797) στου οποίου τις σοσιαλιστικές ιδέες προσχώρησε.
Μετά την αποφυλάκισή τους στις 31 Οκτωβρίου του ιδίου έτους (ή στις 4 Μπρυμαίρ του έτους 4) με την γενική αμνηστεία που έδωσε η Συμβατική, οι Μπουοναρόττι και Μπαμπέφ ίδρυσαν μαζί την ιακωβινική πολιτική οργάνωση «Λέσχη του Πανθέου», που έλαβε το όνομά της από την πλατεία όπου πραγματοποιούσε τις συγκεντρώσεις της και στις αρχές του 1796 αριθμούσε 17.000 μέλη, μερικά από τα οποία ήσαν και μέλη της φρουράς του Παρισιού.
Τον Φεβρουάριο του 1796, όταν ο Ναπολέων διέλυσε κατ’ εντολή του «Διευθυντηρίου» την «Λέσχη του Πανθέου», ο Μπουοναρόττι ίδρυσε μαζί με τους Γράκχο Μπαμπέφ, Ωγκυστέν Νταρτέ (Augustin Alexandre Darthe, 1769 - 1797), Ζαν Μπαπτίστ Λιντέ (Jean - Baptiste Robert Lindet, 1746 – 1825) κ.ά. την «Ένωση των Δικαίων» ή «Εταιρεία των Ίσων» («Societe des Egaux», Φεβρουάριος 1796), την πρώτη μεγάλη σοσιαλιστική επαναστατική οργάνωση της Γαλλίας και συνέταξε την «Ανάλυση της Διδασκαλίας του Μπαμπέφ» («Analyse de la doctrine de Baboeuf») που τοιχοκολλήθηκε σε όλο το Παρίσι στις 9, 10 και 11 Απριλίου 1796 και μέσα από τα 12 άρθρα της κατήγγειλε στο όνομα της Φύσης την ατομική ιδιοκτησία και απαιτούσε αγροτική μεταρρύθμιση και Δημοκρατία.
Η «Ένωση των Δικαίων», την οποία διοικούσε ένα επταμελές «Μυστικό Διευθυντήριο», αποτελούσε ουσιαστικά τον παράνομο βραχίονα της πρώην «Λέσχης του Πανθέου», με σκοπό την προετοιμασία εξέγερσης προς ανατροπή του καθεστωτικού «Διευθυντηρίου», αλλά και προς κατάργηση του αντιδημοκρατικού Συντάγματος του 1795. Σχετικά με το πρόβλημα του ποια πολιτική μορφή θα έπρεπε να πάρει η πολιτική εξουσία μετά την ανατροπή του «Διευθυντηρίου», ο Μπουοναρόττι έγραψε αργότερα τα ακόλουθα, που προϊδέαζαν τις θέσεις του μετέπειτα «μαθητή» του Μπλανκί:
«οι εναλλαγές στην τύχη της Συμβατικής κατέδειξαν πως ο λαός, οι αντιλήψεις του οποίου έχουν διαμορφωθεί μέσα στο σύστημα της κοινωνικής αδικίας και του δεσποτισμού, δεν είναι ακόμα ικανός να επιβάλει μέσω των εκλογών ανθρώπους που μπορούν να οδηγήσουν την Επανάσταση μέχρι το τέλος. Αυτό το δύσκολο καθήκον μπορούν να το πραγματοποιήσουν μόνο άνθρωποι θαρραλέοι και με διαμορφωμένη συνείδηση, άνθρωποι έξυπνοι και απόλυτα αφοσιωμένοι στον λαό και την ανθρωπότητα».
Ο Μπουοναρόττι συνελήφθη στις 10 Μαϊου 1796 (21 Φλορεάλ του έτους 4) και μετά από ανακρίσεις ενός περίπου έτους, αρχικά στην παρισινή φυλακή Temple και έπειτα στην φυλακή της επαρχιακής πόλης Βεντόμ (Vendome, όπου είχαν μεταφερθεί από τις 27 Αυγούστου όλοι οι επτά κρατούμενοι ηγέτες της οργάνωσης με διαταγή του «Διευθυντηρίου» από φόβο μήπως ξεσηκωθεί ο λαός του Παρισιού), καταδικάστηκε στις 26 Μαϊου 1797 (ή 7 Πραιριάλ του έτους 5) σε ισόβια φυλάκιση. Όταν οι συγκατηγορούμενοί του Μπαμπέφ και Νταρτέ προσπάθησαν να αυτοκτονήσουν με αυτοσχέδια στιλέτα την στιγμή που τους αναγγέλθηκε θανατική ποινή, ο Μπουοναρόττι αποπειράθηκε να ξεσηκώσει το ακροατήριο της δίκης, όμως επέβαλαν την τάξη οι προτεταμένες ξιφολόγχες των δεκάδων στρατιωτών που αστυνόμευαν την αίθουσα. Φυλακίστηκε αρχικά στο Σέρμπουργκ και εν συνεχεία στο νησί Ολερόν (Oleron).
Όταν ο παλαιός θαυμαστής του Ναπολέων Βοναπάρτης έγινε ύπατος και πραγματικός κυρίαρχος όλης της Γαλλίας, τού πρόσφερε μία υψηλή θέση την οποία όμως ο Μπουοναρόττι απέρριψε με περιφρόνηση. Απολύθηκε από την φυλακή το 1807 και εγκαταστάθηκε αρχικά στα νοτιοδυτικά σύνορα και μετά στην Γενεύη της Ελβετίας, εξασφαλίζοντας τα προς το ζην με παραδόσεις μαθημάτων μουσικής και ξένων γλωσσών. Συνέστησε το ολιγάριθμο «Υψηλό Στερέωμα» ή «Διευθυντήριο των Παρισίων» με σκοπό την ίδρυση και τον συντονισμό πολυπλόκαμων επαναστατικών – δημοκρατικών οργανώσεων ενάντια στις «τυραννίες» (μοναρχίες) της Ευρώπης και το 1815 προχώρησε με τον αδελφό τού Μαρά στην ίδρυση της τεκτονικής στοάς «Les Amis Sinceres». Όταν αυτή διαλύθηκε μετά από λίγο από τις αρχές, ίδρυσε την στοά «Les Sublimes Maitres Parfaits» και ανέπτυξε στενότατη συνεργασία με διάφορους Ιταλούς επαναστάτες, κυρίως «Καρμπονάρους» («Carbonari»), με τους οποίους ίδρυσε το 1823 την στοά «La Charbonnerie Francaise», παρακλάδι της μυστικής ιακωβινικής οργάνωσης «Γαλάτες Αναμορφωτές» («Reformateurs Gaulois»), που τα μέλη της ορκίζονταν «μίσος για τους τυράννους και αιώνιο πόλεμο κατά της Ιεράς Συμμαχίας».
Οι «Γαλάτες Αναμορφωτές», ένας από τους στόχους των οποίων ήταν και η υποστήριξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων κατά των Οθωμανών, ιδρύθηκαν στις 14 Ιουλίου 1823 (επέτειο της πτώσης της Βαστίλης) και πιστεύεται ότι σχετιζόταν μαζί τους, εάν δεν ήταν και κανονικό μέλος τους, ο Έλληνας εθνικός ποιητής Ανδρέας Κάλβος, του οποίου οι «Ωδές», οι πρώτες από τις οποίες εκδόθηκαν στην Γενεύη, είναι γεμάτες από τους συμβολισμούς της «καρμπονερίας» («Εγώ τώρα εξαπλώνω / ισχυράν δεξιάν / και την άτιμον σφίγγω / πλεξίδα των τυράννων / δολιοφρόνων»).
Κυνηγημένος και από την Γενεύη το 1824 όταν διαλύθηκε η «La Charbonnerie Francaise» και συνελήφθη στο Μιλάνο ο συναγωνιστής του Αντριάν (Alexander Philippe Andryane, 1797 - 1863), ο Μπουοναρόττι κατέληξε στις Βρυξέλλες, όπου ίδρυσε την στοά «Le Monde» και το 1828 εξέδωσε το βιβλίο «Η Συνομωσία για την Ισότητα» («Conspiration pour l’ Egalite dite de Baeuf, suivie du process auquel elle donna lieu») με θέμα του την παλαιά του οργάνωση και την πολύκροτη δίκη των ηγετών της, το οποίο ενέπνευσε με το πάθος και την γλαφυρότητά του πάρα πολλούς επαναστάτες της περιόδου 1828 – 1840. Επέστρεψε στο Παρίσι μετά την επανάσταση του 1830 κατά του βασιλιά Κάρολου του 10ου, όπου λατρευόταν σχεδόν ως άγιος από τους διανοούμενους και τους νεαρούς επαναστάτες. Ένας από τους θερμότερους θαυμαστές και μαθητές του υπήρξε ο Αύγουστος Μπλανκί (Louis Auguste Blanqui, 1805 – 1881), ο οποίος για ένα διάστημα συνεργάστηκε με τον Μπουοναρόττι στην οργάνωση «Φίλοι του Λαού» («Amis du Peuple»), που είχε ιδρύσει το 1831 ο τελευταίος μαζί με τους Francois - Vincent Raspail (1794 - 1878) και Sigismond Auguste Armand Barbes (1809 – 1870, τον επονομαζόμενο «Μπαγιάρ της Δημοκρατίας) .
Την παραμονή των δύο ταυτόχρονων εξεγέρσεων του Απριλίου 1834 στο Παρίσι και την Λυών, έστειλε γραπτή παρότρυνση προς την μυστική οργανώτρια της δεύτερης πόλης «Λυωνέζικη Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και του Πολίτη» («Comite Lyonnais des Droits de l’ Homme et du Citoyen») την οποία υπέγραφε με το όνομα του Ροβεσπιέρου («Maximilien»). Θεωρώντας τον ηθικό αυτουργό, τουλάχιστον, των αιματοβαμμένων εξεγέρσεων, η αστυνομία του βασιλιά Λουδοβίκου Φιλίππου προσπάθησε να τον απομακρύνει για μία ακόμα φορά από την Γαλλία, δίχως όμως επιτυχία, λόγω του ότι τού είχε χορηγηθεί παλαιότερα η γαλλική υπηκοότητα από την Συμβατική Εθνοσυνέλευση. Ο γέρος πια επαναστάτης έζησε τα υπόλοιπα χρόνια του (πέθανε στις 16 Σεπτεμβρίου 1837) με το ψευδώνυμο Ραϋμόνδος, παραδίνοντας προς το ζην μαθήματα μουσικής, αλλά μη σταματώντας μέχρι την τελευταία ημέρα του να υπερασπίζεται την μνήμη του Μαξιμιλιανού Ροβεσπιέρου. Λίγο πριν πεθάνει άλλωστε, οι παλαιοί του σύντροφοι στις Βρυξέλλες εξέδωσαν το βιβλίο του «Observations sur Maximilien Robespierre».
Ο μύθος του Μπουοναρόττι διατηρήθηκε πολλές δεκαετίες μετά τον θάνατό του: ο σοσιαλιστής πολιτικός και ιστορικός Λουϊ Μπλανκ (Louis Blanc, 1811 - 1882) ήταν πεπεισμένος ότι ο Μπουοναρόττι απετέλεσε την θεωρητική και πρακτική «καρδιά» όλης της επαναστατημένης Ευρώπης του τέλους του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα και στο έργο του «Histoire de Dix ans» τον χαιρέτισε ως λιτό, υπερήφανο και ενάρετο άνδρα, ισάξιο των αρχαίων Ελλήνων σοφών.
ΕΡΓΑ ΤΟΥ:
«Histoire des societes secretes de l'armee», Geneve, 1815
«Conspiration pour l' Egalite dite de Babeuf, suivie du proces auquel elle donna lieu», Bruxelles, 1828, επανεκδόθηκε ως
«Gracchus Babeuf et le Conspiration des Egaux», Paris, 1830 και αναδημοσιεύθηκε με τον τίτλο «La conspiration pour l'egalite» από τις εκδόσεις «Editions Sociales», Paris, 1957
«Observations sur Maximilien Robespierre», Bruxelles, 1837
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Andryane Alexander Philippe, «Memoires d' un prisonnier d' etat», τόμοι 2, Bruxelles, 1839
Bax B. Ernest, «The Last Episode of the French Revolution Being a History of Gracchus Babeuf and the Conspiracy of the Equals», εκδόσεις «Grant Richards Ltd», London, 1911
Δαούλας Χρ. Δημήτρης, «Γενική Ιστορία του Σοσιαλισμού και των Κοινωνικών Αγώνων», εκδόσεις «Γραμμή», Αθήνα 1978
Eisenstein L. Elizabeth, «The First Professional Revolutionist: Filippo Michele Buonarroti 1761 - 1837», εκδόσεις «Harvard University Press», Cambridge Mass., 1974
Πορφύρης Κώστας (Κονίδης Πορφύρης), «Ο Κάλβος καρμπονάρος. Η μυστική δίκη των καρμπονάρων της Τοσκάνης», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα, 1992
Ρασσιάς Γ. Βλάσης, «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2007
Roes R. B., «Gracchus Bebeuf. The First Revolutionary Communist», εκδόσεις «Stanford University Press», Palo Alto Ca., 1978
Sencier Georges, «Le Babouvisme apres Babeuf», εκδόσεις «Megariotis», Geneve, 1977
Andryane Alexander Philippe, «Memoires d' un prisonnier d' etat», τόμοι 2, Bruxelles, 1839
Bax B. Ernest, «The Last Episode of the French Revolution Being a History of Gracchus Babeuf and the Conspiracy of the Equals», εκδόσεις «Grant Richards Ltd», London, 1911
Δαούλας Χρ. Δημήτρης, «Γενική Ιστορία του Σοσιαλισμού και των Κοινωνικών Αγώνων», εκδόσεις «Γραμμή», Αθήνα 1978
Eisenstein L. Elizabeth, «The First Professional Revolutionist: Filippo Michele Buonarroti 1761 - 1837», εκδόσεις «Harvard University Press», Cambridge Mass., 1974
Πορφύρης Κώστας (Κονίδης Πορφύρης), «Ο Κάλβος καρμπονάρος. Η μυστική δίκη των καρμπονάρων της Τοσκάνης», εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα, 1992
Ρασσιάς Γ. Βλάσης, «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν», εκδόσεις «Ανοιχτή Πόλη», Αθήνα, 2007
Roes R. B., «Gracchus Bebeuf. The First Revolutionary Communist», εκδόσεις «Stanford University Press», Palo Alto Ca., 1978
Sencier Georges, «Le Babouvisme apres Babeuf», εκδόσεις «Megariotis», Geneve, 1977
Αυτή είναι μία από τις καλύτερες βιογραφίες που έχει γράψει στο knol της Google ο Ρασσιάς. Μπράβο για την αναδημοσίευση.
ΑπάντησηΔιαγραφή