Από τον ΒΛΑΣΗ ΡΑΣΣΙΑ
Η ισχυρότερη προσωπικότητα της Γαλλικής Επανάστασης (όπως τονίζει ο Claude Mazauric στο σχετικό λήμμα του «Dictionnaire historique de la Revolution francaise» του Soboul), ένας από τους ηγέτες των Ιακωβίνων και του κόμματος των «Ορεινών».
Καταγόταν από φτωχική οικογένεια του Αρράς (ορφάνεψε μάλιστα σε ηλικία 9 ετών από μητέρα), όμως είχε σπουδάσει νομικά στο Παρίσι με την βοήθεια σκληρής μελέτης και υποτροφιών και ασκούσε την δικηγορία («ασχολήθηκε επίμονα με την καλλιέργεια της σκέψης του… η μελέτη ήταν ο Θεός του» σημείωσε ο Στάνλεϋ Λούμις στο «Paris in the Terror. June 1793 - July 1794», σελ. 266). Από παιδί φάνηκε ήπιος, ευαίσθητος, πονόψυχος και ιδιαίτερα φιλομαθής, ιδιότητες που διογκώθηκαν αργότερα, όταν διάβασε το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ (Jean – Jacques Rousseau), το οποίο τον βοήθησε να στερεώσει μία υψηλής ποιότητας συνείδηση, βασισμένη σε αρχαίες αρετές όπως το καθήκον, η δικαιοσύνη και η φιλοπατρία.
Τις αρετές εκείνες εξέφραζε από πολύ νωρίς με απόλυτο τρόπο, σαν ένας καινούργιος Κάτων ο Νεώτερος, με αποτέλεσμα να προκαλεί συχνότατα την αντιπάθεια των ανθρώπων που είχαν ελαστικές συνειδήσεις ή ανύπαρκτες ηθικές αξίες και φυσικά έσπευδαν να τον απομονώσουν για να μην τους ενοχλεί η αυστηρή του παρουσία. Για κάτι τέτοιο οι δικαιολογίες που μπορούσαν να εφευρεθούν ήσαν φυσικά άπειρες, από το δήθεν «παγερό ή θυμωμένο βλέμμα γάτου» που γεννούσαν τα πράσινα μάτια του, έως τον δήθεν «τυραννικό» του χαρακτήρα, τον οποίο εφηύραν και χρησιμοποίησαν με τον πιο αισχρό τρόπο οι εναντίον του συνωμότες και δολοφόνοι του, τον μήνα Θερμιδόρ του έτους 2.
Περιγράφεται από τους περισσότερους ως ένας μορφωμένος, ηθικότατος, εντιμότατος και ικανότατος άνθρωπος με υπερανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης (ως μεγάλο δημοκράτη, ανθρωπιστή και υπόδειγμα αρετής τον χαιρετίζουν ανενδοίαστα οι Lefevre, Hamel, Mazauric, Mathiez, κ.ά.), ένας άνθρωπος που «ενσάρκωσε» όλη την Επανάσταση με τίμημα από το 1789 μέχρι την καρατόμησή του να μην έχει καθόλου μα καθόλου προσωπική ζωή (Francois Furet, Patrice Gueniffey στο «Dictionnaire critique de la R?volution francaise», κ.ά.), καθώς και ένας ικανότατος ρήτορας (σύμφωνα με τον μαρξιστή ιστορικό George Rud, συνέταξε και εκφώνησε περίπου 900 λόγους), αν και ο Ταίν θέλει να τον περιγράφει ως έναν «χαμένο σε ρεμβασμούς σχολαστικό».
Παρά το γεγονός ότι εκείνοι που τον αντιπαθούν, και τον αντιπαθούν έντονα, τον περιγράφουν ως «την πιο μισητή φιγούρα ολόκληρης της Ιστορίας» (o γνωστός θρήσκος ρωμαιοκαθολικός λόρδος Lord Emerich Edward Dalberg Acton, 1910), «έναν αδέξιο, μυγιάγγιχτο, βαρετό, καλοπερασάκια, αόριστα γελοίο και αντιπαθητικό ανθρωπάκο» (ο Άγγλος ιστορικός Richard Cobb, σελ. 53) ή «ανίκανο να αγγίξει την πραγματικότητα, περιορισμένο στης αφηρημένες έννοιες, πανούργο, υποκριτή και αλαζόνα» (ο Γουσταύος Λε Μπον), ο Ροβεσπιέρος υπήρξε στην πραγματικότητα υπερβολικά έντιμος (γι’ αυτό και τον απεκάλεσαν «Αδιάφθορο») και χαρισματικός, ώστε η επιρροή του στο κοινό της Επανάστασης υπήρξε ισχυρότατη, σε σημείο που ο ίδιος παραπάνω εχθρός του, ο Λε Μπον, να ομολογήσει ότι «τις ημέρες που αγόρευε, τα περάσματα φράσσονταν από γυναίκες… επτακόσιες ή οκτακόσιες ήσαν στα θεωρεία και τον χειροκροτούσαν με παραφορά… από τους Ιακωβίνους ακούγονταν λυγμοί όταν μιλούσε, κραυγές, κτυπήματα ποδιών ικανά να καταστρέψουν την αίθουσα».
Αντίθετα από τον απολύτως εχθρικό προς αυτόν Γαλλο-Εβραίο ακαδημαϊκό Αντρέ Μωρουά, που έχει φροντίσει να συμπεριλάβει και τον χαρακτηρισμό «μισογύνης» (sic) στην πυκνή βροχή από απίθανους υβριστικούς και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, με την οποία η ακαδημαϊκή μεγαλειότης του έχει περιλούσει τον μεγάλο επαναστάτη, η επίσης όχι θετικά διακείμενη ιστορικός Ρουθ Σκαρ (Ruth Scurr) κάνει τουλάχιστον μία σοβαρότερη ανάλυση (επικεντρωμένη σωστά στον συνδυασμό δύναμης και ευαισθησίας που απέπνεε η προσωπικότητά του) της έντονης έλξης που ένοιωθαν οι πάμπολλες θαυμάστριές του «που τον αγάπησαν στην διάρκεια της σύντομης ζωής του». «Υπήρξε ο δικηγόρος των αδικημένων», γράφει επίσης η Χίλαρυ Μαντέλ (Hilary Mantel) στο «London Review of Books» (τόμος 28, νο 8, 20 Απριλίου 2006) και συνεχίζει:
«έβαζε τις αρχές πριν από το προσωπικό κέρδος, πριν ακόμα και από την προσωπική φιλία, έτοιμος πάντοτε να δεχθεί προσβολές όσο και έτοιμος να δώσει. Σε ένα πρώϊμο ποίημά του λέει ότι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν δίκαιο άνθρωπο είναι να γνωρίσει, όταν αποχωρεί από την ζωή, “το μίσος εκείνων για τους οποίους πρόσφερε την ζωή του”…», πράγμα που δυστυχώς του συνέβη.
Ο αντικειμενικότερος Μινιέ, από την άλλη, τον περιγράφει με τα εξής λόγια: «Ναι, είχε πραγματικές αρετές. Σοβαρός, ψυχρός, σταθερός, αμετάβλητος, ντυμένος πάντα με τον ίδιον τρόπο, μιλούσε στερεότυπα και έδειχνε συμπεριφορά ορισμένη… Περιφρονούσε το χρήμα και θεωρούσε τον εαυτό του τόσο αγνό, ώστε του επέτρεπε ακόμα και την σκληρότερη πράξη. Απέδειξε ότι ήταν αξιόλογος οργανωτής και ότι διέθετε διοικητικές ικανότητες… Όταν πήρε στα χέρια του την εξουσία, βρήκε την Ευρώπη ολόκληρη εχθρό της Γαλλίας, τα 2/3 της Γαλλίας εχθρούς της Δημοκρατίας και σε 6 μόνο μήνες κατόρθωσε να αποκαταστήσει την τάξη. Διεκήρυσσε ότι προς χάρη της πατρίδας και των αξιών, έπρεπε να εκλείψει ολότελα ο ατομισμός. Ο Τιμποντώ τον χαρακτήριζε κράμα Μωάμεθ και Κρόμβελ…» (σελ. 339).
Με την φήμη του επιτυχημένου δικηγόρου και του αγωνιστή κατά της θανατικής ποινής, ο Ροβεσπιέρος εξελέγη το 1789 αντιπρόσωπος στην Συνέλευση των Τάξεων και το 1790 οι Ιακωβίνοι του Παρισιού τον εξέλεξαν πρόεδρό τους. Όπως όλοι οι Ιακωβίνοι, ο Ροβεσπιέρος ήταν οπαδός της γενικής και ισότιμης παιδείας για όλον τον λαό, ως όργανο δημιουργίας της λεγόμενης «λαϊκής συνείδησης», η οποία κρινόταν ως η απαραίτητη προϋπόθεση για ένα δημοκρατικό καθεστώς. Στον οικονομικό τομέα κατήγγειλε τον υπερβολικό πλουτισμό των ολίγων πλουτοκρατών και ζητούσε μία ισότητα δικαιωμάτων και ευδαιμονίας μέσα από την γενίκευση της ιδιοκτησίας επάνω στην αρχή «η ιδιοκτησία του κάθε πολίτη δεν θα πρέπει να είναι επιζήμια για τους άλλους, για την ελευθερία τους, την ασφάλειά τους και την δική τους ιδιοκτησία».
Ο Ροβεσπιέρος υπήρξε ένας χαρισματικός όσο και αυστηρός επαναστάτης, με σπανιότατες προσωπικές αρετές, θάρρος, ψυχραιμία, οργανωτική ικανότητα ανίκητη ευγλωττία και υποδειγματική ανιδιοτέλεια, για τον οποίο ο Κοντορσέ, πολιτικός εχθρός του (Γιρονδίνος) θα γράψει:
«Απορούν όλοι γιατί τόσες πολλές γυναίκες ακολουθούν τον Ροβεσπιέρο παντού, στο σπίτι του, στην Λέσχη των Ιακωβίνων, στην Συνέλευση, στην Λέσχη των Κορδελιέρων. Ο λόγος είναι απλός: η Επανάσταση δεν διαφέρει από Θρησκεία και εκείνος, ως μέγας αρχιερέας της, έχει τους αφοσιωμένους του, κηρύσσει, διαφωτίζει, οργίζεται, μελαγχολεί και είναι αυστηρός στα έργα του όσο και στα λόγια του. Εξαπολύει κεραυνούς ενάντια στους πλουτοκράτες και τους ισχυρούς, δαπανά ελάχιστα και οι ανάγκες του είναι μηδαμινές. Η αποστολή του αναπτύσσεται μέσα από τις ομιλίες του και σχεδόν πάντοτε ομιλεί. Έχει μαθητές που τον φρουρούν, δεν μοιάζει όμως με ιδρυτή Θρησκείας, αλλά περισσότερο με αιρεσιάρχη. Έχει πάντα στα χείλη του την θεότητα και την Πρόνοια και στέκει ως πρόμαχος των φτωχών και των αδυνάτων, έχοντας απεριόριστη επιρροή στις γυναίκες και στις παιδικές καρδιές, ενώ την τιμή και τον σεβασμό που του δείχνουν, τα δέχεται πάντοτε με ύφος σοβαρό».
Ο Ροβεσπιέρος και οι άμεσοι συνεργάτες του, πίστευαν ότι η Δημοκρατία, μέσω της παιδείας αλλά και της πολιτικής ισχύος, μπορούσε να αλλάξει τις συνήθειες και τις κατεστημένες αντιλήψεις των ανθρώπων, καθώς και να εξαφανίσει την αχρειοσύνη, την απληστία και την ματαιοδοξία: «επιθυμούμε να αντικατασταθεί στην πατρίδα μας ο εγωϊσμός από το ήθος, η φιλοδοξία από την μετριοφροσύνη, οι συνήθειες από ένα σύστημα αξιών, η φιλανθρωπία από το καθήκον, η τυραννία από την κυριαρχία της Λογικής, η αποστροφή για την δυστυχία από την αποστροφή για την αδικία, η μικρότητα από την μεγαλοψυχία» (δήλωνε ο Ροβεσπιέρος, όπως διασώζεται από τον Μπουοναρόττι).
Ο Ροβεσπιέρος στάθηκε αρνητικά απέναντι στην από τους Γιρονδίνους εμπλοκή της επαναστατημένης Γαλλίας σε πόλεμο με τις ξένες μοναρχίες και τόνιζε ξανά και ξανά ότι «ίσως προδοθούμε και κατά συνέπεια ηττηθούμε, μα εάν νικήσουμε, ο νικητής στρατηγός θα γίνει ο νέος εχθρός του λαού», μία πρόβλεψη που δυστυχώς επιβεβαιώθηκε αργότερα με την περίπτωση του Βοναπάρτη. Ωστόσο, «την περίοδο που κυβερνούσε ο Ροβεσπιέρος, η Γαλλία απέκτησε τεράστιο στρατιωτικό γόητρο, έχοντας τον μεγαλύτερο στρατό της Ευρώπης, πάνω από 800.000 καλά γυμνασμένους άνδρες, που πετούσαν από νίκη σε νίκη» (Μινιέ, σελ. 339). Παρά την αστική του καταγωγή, στάθηκε επίσης αρνητικά απέναντι στην άνοδο της αστικής τάξης, την οποία είχε καταγγείλει ως αριστοκρατία των πλουσίων υψωμένη επάνω στα ερείπια της αριστοκρατίας των φεουδαρχών («εγώ δεν βλέπω να κερδίζει απολύτως τίποτε ο λαός από μία τέτοια αλλαγή και τακτοποίηση»), αντιπροτείνοντας μόνον την εγκαθίδρυση της απόλυτης ισονομίας όλων των τάξεων και όλων των πολιτών.
Μετά την δολοφονία του Μαρά τον Ιούνιο του 1793 και όντας ήδη ο αρχηγός όχι μόνο των Ιακωβίνων αλλά και της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, ο Ροβεσπιέρος, που είχε ανάμεσα σε άλλα και το όνειρο να φτιάξει ένα κοινοβούλιο με θέσεις για 10.000 θεατές, ώστε οι συνελεύσεις να μορφώνουν πολιτικά τους πολίτες, οργάνωσε μαζί με τους Σαιν Ζυστ και Κουτόν την επαναστατική κυβέρνηση αποκλειστικά γύρω από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, την Κομμούνα και τα επαναστατικά όργανα του λαού του Παρισιού. Δίχως την παραμικρή στρατιωτική στήριξη, υποχρεωμένη να επαφίεται μόνο στην εγνωσμένη δειλία των αρκετών πολιτικών της αντιπάλων στην Εθνοσυνέλευση και βεβαίως περικυκλωμένη από πάμπολλους εχθρούς και συνωμότες, με τα μέλη της να μην τολμούν στο τέλος να κοιμηθούν στα σπίτια τους ή να προσέλθουν στις συνελεύσεις, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας αναγκάστηκε να επιβάλει επί 9 μήνες, από τον Οκτώβριο του 1793 έως τον Ιούλιο του 1794, μία επαναστατική δικτατορία, τον λεγόμενο «Τρόμο» («La Τerreur», που ουσιαστικά σήμαινε όχι «Τρομοκρατία», όπως από άγνοια ή από κακοήθεια μεταφράζεται επί λέξει, αλλά αμείλικτη εφαρμογή της Δικαιοσύνης κατά τα λόγια του ίδιου του Ροβεσπιέρου: «La Τerreur n' est autre chose que la justice prompte, s?v?re, inflexible»), για να σώσει από την μία την Δημοκρατία από στρατιωτική πανωλεθρία και να την φέρει από την άλλη στην ασφαλή και οριστική πραγμάτωσή της.
Στην διάρκεια του λεγόμενου «Τρόμου», η Επιτροπή καρατόμησε πάμπολλους αντεπαναστάτες αλλά και πολιτικούς αντιπάλους της, εξτρεμιστές όσο και συμβιβασμένους πρώην συναγωνιστές της και ψήφισε λίγο πριν το τέλος της έναν «συνοπτικό» νόμο, ο οποίος επέτρεπε να εκτελούνται οι ύποπτοι δίχως να προηγηθεί δίκη, ενώ, από ένα σημείο και μετά, υποχρεώθηκε σε επιχειρήσεις ελέγχου της Κομμούνας και των άλλων λαϊκών οργάνων. «Για τον ίδιον τον Ροβεσπιέρο όσο και για την Ιστορία», γράφει ο Ε. Χόμπσμπαουμ (E. J. Hobsbawm) στο βιβλίο του «Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789 - 1848» (σελ. 100), «η Δημοκρατία των Ιακωβίνων δεν ήταν ένα επινόημα για να κερδίζονται οι πόλεμοι, αλλά ένα ιδεώδες: η τρομερή και ένδοξη βασιλεία της Δικαιοσύνης και της Αρετής, όπου όλοι οι καλοί πολίτες ήσαν ίσοι στα μάτια του έθνους και ο λαός συνέτριβε τους προδότες».
Καταγόταν από φτωχική οικογένεια του Αρράς (ορφάνεψε μάλιστα σε ηλικία 9 ετών από μητέρα), όμως είχε σπουδάσει νομικά στο Παρίσι με την βοήθεια σκληρής μελέτης και υποτροφιών και ασκούσε την δικηγορία («ασχολήθηκε επίμονα με την καλλιέργεια της σκέψης του… η μελέτη ήταν ο Θεός του» σημείωσε ο Στάνλεϋ Λούμις στο «Paris in the Terror. June 1793 - July 1794», σελ. 266). Από παιδί φάνηκε ήπιος, ευαίσθητος, πονόψυχος και ιδιαίτερα φιλομαθής, ιδιότητες που διογκώθηκαν αργότερα, όταν διάβασε το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» του Ρουσσώ (Jean – Jacques Rousseau), το οποίο τον βοήθησε να στερεώσει μία υψηλής ποιότητας συνείδηση, βασισμένη σε αρχαίες αρετές όπως το καθήκον, η δικαιοσύνη και η φιλοπατρία.
Τις αρετές εκείνες εξέφραζε από πολύ νωρίς με απόλυτο τρόπο, σαν ένας καινούργιος Κάτων ο Νεώτερος, με αποτέλεσμα να προκαλεί συχνότατα την αντιπάθεια των ανθρώπων που είχαν ελαστικές συνειδήσεις ή ανύπαρκτες ηθικές αξίες και φυσικά έσπευδαν να τον απομονώσουν για να μην τους ενοχλεί η αυστηρή του παρουσία. Για κάτι τέτοιο οι δικαιολογίες που μπορούσαν να εφευρεθούν ήσαν φυσικά άπειρες, από το δήθεν «παγερό ή θυμωμένο βλέμμα γάτου» που γεννούσαν τα πράσινα μάτια του, έως τον δήθεν «τυραννικό» του χαρακτήρα, τον οποίο εφηύραν και χρησιμοποίησαν με τον πιο αισχρό τρόπο οι εναντίον του συνωμότες και δολοφόνοι του, τον μήνα Θερμιδόρ του έτους 2.
Περιγράφεται από τους περισσότερους ως ένας μορφωμένος, ηθικότατος, εντιμότατος και ικανότατος άνθρωπος με υπερανεπτυγμένο το αίσθημα της δικαιοσύνης (ως μεγάλο δημοκράτη, ανθρωπιστή και υπόδειγμα αρετής τον χαιρετίζουν ανενδοίαστα οι Lefevre, Hamel, Mazauric, Mathiez, κ.ά.), ένας άνθρωπος που «ενσάρκωσε» όλη την Επανάσταση με τίμημα από το 1789 μέχρι την καρατόμησή του να μην έχει καθόλου μα καθόλου προσωπική ζωή (Francois Furet, Patrice Gueniffey στο «Dictionnaire critique de la R?volution francaise», κ.ά.), καθώς και ένας ικανότατος ρήτορας (σύμφωνα με τον μαρξιστή ιστορικό George Rud, συνέταξε και εκφώνησε περίπου 900 λόγους), αν και ο Ταίν θέλει να τον περιγράφει ως έναν «χαμένο σε ρεμβασμούς σχολαστικό».
Παρά το γεγονός ότι εκείνοι που τον αντιπαθούν, και τον αντιπαθούν έντονα, τον περιγράφουν ως «την πιο μισητή φιγούρα ολόκληρης της Ιστορίας» (o γνωστός θρήσκος ρωμαιοκαθολικός λόρδος Lord Emerich Edward Dalberg Acton, 1910), «έναν αδέξιο, μυγιάγγιχτο, βαρετό, καλοπερασάκια, αόριστα γελοίο και αντιπαθητικό ανθρωπάκο» (ο Άγγλος ιστορικός Richard Cobb, σελ. 53) ή «ανίκανο να αγγίξει την πραγματικότητα, περιορισμένο στης αφηρημένες έννοιες, πανούργο, υποκριτή και αλαζόνα» (ο Γουσταύος Λε Μπον), ο Ροβεσπιέρος υπήρξε στην πραγματικότητα υπερβολικά έντιμος (γι’ αυτό και τον απεκάλεσαν «Αδιάφθορο») και χαρισματικός, ώστε η επιρροή του στο κοινό της Επανάστασης υπήρξε ισχυρότατη, σε σημείο που ο ίδιος παραπάνω εχθρός του, ο Λε Μπον, να ομολογήσει ότι «τις ημέρες που αγόρευε, τα περάσματα φράσσονταν από γυναίκες… επτακόσιες ή οκτακόσιες ήσαν στα θεωρεία και τον χειροκροτούσαν με παραφορά… από τους Ιακωβίνους ακούγονταν λυγμοί όταν μιλούσε, κραυγές, κτυπήματα ποδιών ικανά να καταστρέψουν την αίθουσα».
Αντίθετα από τον απολύτως εχθρικό προς αυτόν Γαλλο-Εβραίο ακαδημαϊκό Αντρέ Μωρουά, που έχει φροντίσει να συμπεριλάβει και τον χαρακτηρισμό «μισογύνης» (sic) στην πυκνή βροχή από απίθανους υβριστικούς και υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, με την οποία η ακαδημαϊκή μεγαλειότης του έχει περιλούσει τον μεγάλο επαναστάτη, η επίσης όχι θετικά διακείμενη ιστορικός Ρουθ Σκαρ (Ruth Scurr) κάνει τουλάχιστον μία σοβαρότερη ανάλυση (επικεντρωμένη σωστά στον συνδυασμό δύναμης και ευαισθησίας που απέπνεε η προσωπικότητά του) της έντονης έλξης που ένοιωθαν οι πάμπολλες θαυμάστριές του «που τον αγάπησαν στην διάρκεια της σύντομης ζωής του». «Υπήρξε ο δικηγόρος των αδικημένων», γράφει επίσης η Χίλαρυ Μαντέλ (Hilary Mantel) στο «London Review of Books» (τόμος 28, νο 8, 20 Απριλίου 2006) και συνεχίζει:
«έβαζε τις αρχές πριν από το προσωπικό κέρδος, πριν ακόμα και από την προσωπική φιλία, έτοιμος πάντοτε να δεχθεί προσβολές όσο και έτοιμος να δώσει. Σε ένα πρώϊμο ποίημά του λέει ότι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν δίκαιο άνθρωπο είναι να γνωρίσει, όταν αποχωρεί από την ζωή, “το μίσος εκείνων για τους οποίους πρόσφερε την ζωή του”…», πράγμα που δυστυχώς του συνέβη.
Ο αντικειμενικότερος Μινιέ, από την άλλη, τον περιγράφει με τα εξής λόγια: «Ναι, είχε πραγματικές αρετές. Σοβαρός, ψυχρός, σταθερός, αμετάβλητος, ντυμένος πάντα με τον ίδιον τρόπο, μιλούσε στερεότυπα και έδειχνε συμπεριφορά ορισμένη… Περιφρονούσε το χρήμα και θεωρούσε τον εαυτό του τόσο αγνό, ώστε του επέτρεπε ακόμα και την σκληρότερη πράξη. Απέδειξε ότι ήταν αξιόλογος οργανωτής και ότι διέθετε διοικητικές ικανότητες… Όταν πήρε στα χέρια του την εξουσία, βρήκε την Ευρώπη ολόκληρη εχθρό της Γαλλίας, τα 2/3 της Γαλλίας εχθρούς της Δημοκρατίας και σε 6 μόνο μήνες κατόρθωσε να αποκαταστήσει την τάξη. Διεκήρυσσε ότι προς χάρη της πατρίδας και των αξιών, έπρεπε να εκλείψει ολότελα ο ατομισμός. Ο Τιμποντώ τον χαρακτήριζε κράμα Μωάμεθ και Κρόμβελ…» (σελ. 339).
Με την φήμη του επιτυχημένου δικηγόρου και του αγωνιστή κατά της θανατικής ποινής, ο Ροβεσπιέρος εξελέγη το 1789 αντιπρόσωπος στην Συνέλευση των Τάξεων και το 1790 οι Ιακωβίνοι του Παρισιού τον εξέλεξαν πρόεδρό τους. Όπως όλοι οι Ιακωβίνοι, ο Ροβεσπιέρος ήταν οπαδός της γενικής και ισότιμης παιδείας για όλον τον λαό, ως όργανο δημιουργίας της λεγόμενης «λαϊκής συνείδησης», η οποία κρινόταν ως η απαραίτητη προϋπόθεση για ένα δημοκρατικό καθεστώς. Στον οικονομικό τομέα κατήγγειλε τον υπερβολικό πλουτισμό των ολίγων πλουτοκρατών και ζητούσε μία ισότητα δικαιωμάτων και ευδαιμονίας μέσα από την γενίκευση της ιδιοκτησίας επάνω στην αρχή «η ιδιοκτησία του κάθε πολίτη δεν θα πρέπει να είναι επιζήμια για τους άλλους, για την ελευθερία τους, την ασφάλειά τους και την δική τους ιδιοκτησία».
Ο Ροβεσπιέρος υπήρξε ένας χαρισματικός όσο και αυστηρός επαναστάτης, με σπανιότατες προσωπικές αρετές, θάρρος, ψυχραιμία, οργανωτική ικανότητα ανίκητη ευγλωττία και υποδειγματική ανιδιοτέλεια, για τον οποίο ο Κοντορσέ, πολιτικός εχθρός του (Γιρονδίνος) θα γράψει:
«Απορούν όλοι γιατί τόσες πολλές γυναίκες ακολουθούν τον Ροβεσπιέρο παντού, στο σπίτι του, στην Λέσχη των Ιακωβίνων, στην Συνέλευση, στην Λέσχη των Κορδελιέρων. Ο λόγος είναι απλός: η Επανάσταση δεν διαφέρει από Θρησκεία και εκείνος, ως μέγας αρχιερέας της, έχει τους αφοσιωμένους του, κηρύσσει, διαφωτίζει, οργίζεται, μελαγχολεί και είναι αυστηρός στα έργα του όσο και στα λόγια του. Εξαπολύει κεραυνούς ενάντια στους πλουτοκράτες και τους ισχυρούς, δαπανά ελάχιστα και οι ανάγκες του είναι μηδαμινές. Η αποστολή του αναπτύσσεται μέσα από τις ομιλίες του και σχεδόν πάντοτε ομιλεί. Έχει μαθητές που τον φρουρούν, δεν μοιάζει όμως με ιδρυτή Θρησκείας, αλλά περισσότερο με αιρεσιάρχη. Έχει πάντα στα χείλη του την θεότητα και την Πρόνοια και στέκει ως πρόμαχος των φτωχών και των αδυνάτων, έχοντας απεριόριστη επιρροή στις γυναίκες και στις παιδικές καρδιές, ενώ την τιμή και τον σεβασμό που του δείχνουν, τα δέχεται πάντοτε με ύφος σοβαρό».
Ο Ροβεσπιέρος και οι άμεσοι συνεργάτες του, πίστευαν ότι η Δημοκρατία, μέσω της παιδείας αλλά και της πολιτικής ισχύος, μπορούσε να αλλάξει τις συνήθειες και τις κατεστημένες αντιλήψεις των ανθρώπων, καθώς και να εξαφανίσει την αχρειοσύνη, την απληστία και την ματαιοδοξία: «επιθυμούμε να αντικατασταθεί στην πατρίδα μας ο εγωϊσμός από το ήθος, η φιλοδοξία από την μετριοφροσύνη, οι συνήθειες από ένα σύστημα αξιών, η φιλανθρωπία από το καθήκον, η τυραννία από την κυριαρχία της Λογικής, η αποστροφή για την δυστυχία από την αποστροφή για την αδικία, η μικρότητα από την μεγαλοψυχία» (δήλωνε ο Ροβεσπιέρος, όπως διασώζεται από τον Μπουοναρόττι).
Ο Ροβεσπιέρος στάθηκε αρνητικά απέναντι στην από τους Γιρονδίνους εμπλοκή της επαναστατημένης Γαλλίας σε πόλεμο με τις ξένες μοναρχίες και τόνιζε ξανά και ξανά ότι «ίσως προδοθούμε και κατά συνέπεια ηττηθούμε, μα εάν νικήσουμε, ο νικητής στρατηγός θα γίνει ο νέος εχθρός του λαού», μία πρόβλεψη που δυστυχώς επιβεβαιώθηκε αργότερα με την περίπτωση του Βοναπάρτη. Ωστόσο, «την περίοδο που κυβερνούσε ο Ροβεσπιέρος, η Γαλλία απέκτησε τεράστιο στρατιωτικό γόητρο, έχοντας τον μεγαλύτερο στρατό της Ευρώπης, πάνω από 800.000 καλά γυμνασμένους άνδρες, που πετούσαν από νίκη σε νίκη» (Μινιέ, σελ. 339). Παρά την αστική του καταγωγή, στάθηκε επίσης αρνητικά απέναντι στην άνοδο της αστικής τάξης, την οποία είχε καταγγείλει ως αριστοκρατία των πλουσίων υψωμένη επάνω στα ερείπια της αριστοκρατίας των φεουδαρχών («εγώ δεν βλέπω να κερδίζει απολύτως τίποτε ο λαός από μία τέτοια αλλαγή και τακτοποίηση»), αντιπροτείνοντας μόνον την εγκαθίδρυση της απόλυτης ισονομίας όλων των τάξεων και όλων των πολιτών.
Μετά την δολοφονία του Μαρά τον Ιούνιο του 1793 και όντας ήδη ο αρχηγός όχι μόνο των Ιακωβίνων αλλά και της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης, ο Ροβεσπιέρος, που είχε ανάμεσα σε άλλα και το όνειρο να φτιάξει ένα κοινοβούλιο με θέσεις για 10.000 θεατές, ώστε οι συνελεύσεις να μορφώνουν πολιτικά τους πολίτες, οργάνωσε μαζί με τους Σαιν Ζυστ και Κουτόν την επαναστατική κυβέρνηση αποκλειστικά γύρω από την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, την Κομμούνα και τα επαναστατικά όργανα του λαού του Παρισιού. Δίχως την παραμικρή στρατιωτική στήριξη, υποχρεωμένη να επαφίεται μόνο στην εγνωσμένη δειλία των αρκετών πολιτικών της αντιπάλων στην Εθνοσυνέλευση και βεβαίως περικυκλωμένη από πάμπολλους εχθρούς και συνωμότες, με τα μέλη της να μην τολμούν στο τέλος να κοιμηθούν στα σπίτια τους ή να προσέλθουν στις συνελεύσεις, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας αναγκάστηκε να επιβάλει επί 9 μήνες, από τον Οκτώβριο του 1793 έως τον Ιούλιο του 1794, μία επαναστατική δικτατορία, τον λεγόμενο «Τρόμο» («La Τerreur», που ουσιαστικά σήμαινε όχι «Τρομοκρατία», όπως από άγνοια ή από κακοήθεια μεταφράζεται επί λέξει, αλλά αμείλικτη εφαρμογή της Δικαιοσύνης κατά τα λόγια του ίδιου του Ροβεσπιέρου: «La Τerreur n' est autre chose que la justice prompte, s?v?re, inflexible»), για να σώσει από την μία την Δημοκρατία από στρατιωτική πανωλεθρία και να την φέρει από την άλλη στην ασφαλή και οριστική πραγμάτωσή της.
Στην διάρκεια του λεγόμενου «Τρόμου», η Επιτροπή καρατόμησε πάμπολλους αντεπαναστάτες αλλά και πολιτικούς αντιπάλους της, εξτρεμιστές όσο και συμβιβασμένους πρώην συναγωνιστές της και ψήφισε λίγο πριν το τέλος της έναν «συνοπτικό» νόμο, ο οποίος επέτρεπε να εκτελούνται οι ύποπτοι δίχως να προηγηθεί δίκη, ενώ, από ένα σημείο και μετά, υποχρεώθηκε σε επιχειρήσεις ελέγχου της Κομμούνας και των άλλων λαϊκών οργάνων. «Για τον ίδιον τον Ροβεσπιέρο όσο και για την Ιστορία», γράφει ο Ε. Χόμπσμπαουμ (E. J. Hobsbawm) στο βιβλίο του «Η Εποχή των Επαναστάσεων, 1789 - 1848» (σελ. 100), «η Δημοκρατία των Ιακωβίνων δεν ήταν ένα επινόημα για να κερδίζονται οι πόλεμοι, αλλά ένα ιδεώδες: η τρομερή και ένδοξη βασιλεία της Δικαιοσύνης και της Αρετής, όπου όλοι οι καλοί πολίτες ήσαν ίσοι στα μάτια του έθνους και ο λαός συνέτριβε τους προδότες».
Η περίοδος της κυριαρχίας του Ροβεσπιέρου απετέλεσε τον θρίαμβο της Άτεγκτης Δικαιοσύνης και της Αρετής «δίχως την οποία ο Τρόμος είναι ολέθριος» στον ίδιο βαθμό που «η Αρετή δίχως τον Τρομο είναι ανίσχυρη». Όπως τονίζει ο Μινιέ, η φαινομενικά «ωμή» αλλά στην ουσία πέρα για πέρα αναγκαία τακτική του («όποιος περιμένει πάρα πολλά από τους ανθρώπους, είναι εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να σκοτώσει αρκετούς»), απέβλεπε στο να εγκαθιδρύσει την κυριαρχία μίας «Αιώνιας Δικαιοσύνης» στις κοινωνίες των ανθρώπων, σε έμπρακτη εφαρμογή των έως τότε θεωρητικών μόνο διατυπώσεων των αρχαίων φιλοσόφων και των ευρωπαίων Διαφωτιστών.
Ο Ροβεσπιέρος είχε ιδιαίτερη απέχθεια για εκείνους που αποκαλούσε «fripons», δηλαδή τους έμπειρους, πανούργους αλλά και αμείλικτους παλιανθρώπους, τους οποίους θεωρούσε «τα κατ' εξοχήν αντιπολιτικά, απολιτικά ή μη-πολιτικά ζώα, τρωκτικά που έχουν το κεφάλι βυθισμένο σε μια γούρνα με λεφτά και τρώνε, τρώνε, τρώνε και σταματημό δεν έχουν» (όπως επιτυχημένα περιγράφει ο καθηγητής Γερ. Βώκος σε ένα εξαίρετο άρθρο του με τίτλο «Ο Ροβεσπιέρος και η πολιτική αρετή»). Για εκείνον, «η Αρετή ως ήθος, τόλμη και σταθερή συμπεριφορά στην υπηρεσία της Ελευθερίας είναι το αντίδοτο στην απάτη. Ετσι ορισμένη, η Αρετή δεν αποτελεί ούτε προσωπικό ούτε ψυχολογικό ούτε ηθικολογικό γνώρισμα. Στα μάτια του Ροβεσπιέρου η Αρετή έχει βαθιά πολιτικό και δημοκρατικό χαρακτήρα».
Οι αντεπαναστάτες και οι έκτοτε ομοϊδεάτες τους, μίλησαν φυσικά και εξακολουθούν να κάνουν λόγο για «Βασιλεία της Τρομοκρατίας» (διαστρέφοντας όπως προείπαμε το πραγματικό νόημα του όρου «La Τerreur» εκείνης της εποχής), όταν περιγράφουν την εποποιία εκείνης της 9μηνης επαναστατικής διακυβέρνησης, μη έχοντας ωστόσο πειστική απάντηση να δώσουν ούτε στην ερώτηση τι θα έπρεπε κατά την γνώμη τους να πράξει η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας εν μέσω αλλεπάλληλων και από παντού επιθέσεων, ούτε στην ακόμα πιο αδυσώπητη ερώτηση εάν τελικά δικαιολογεί ο αριθμός των θυμάτων έναν τόσο βαρύγδουπα αρνητικό (έστω και εξ εσκεμμένης παρερμηνείας!) χαρακτηρισμό: από τον Σεπτέμβριο του 1793 έως τον Φεβρουάριο του 1794 είχαν καρατομηθεί εν μέσω πολύ άγριων καιρών μόνον 238 άνδρες και 31 γυναίκες, την ίδια ώρα που είχαν δικαστεί αλλά αθωωθεί περίπου 200 άτομα, ο δε τελικός συνολικός 9μηνος απολογισμός δεν ξεπέρασε τελικά όσους θανάτωναν οι διάφορες παρατάξεις του Χριστιανισμού στους αιώνες της παντοδυναμίας του, κατά την διάρκεια μίας και μόνον ημέρας.
Από την πρώτη κιόλας έκδοση του βιβλίου «Mαρά – Σαιν Zυστ – Pοβεσπιέρος. Κείμενα» (Αθήνα, 1989), το οποίο πρόκειται να επανεκδοθεί και άρα ευτυχώς να επανεπικαιροποιηθεί από τον μεταφραστή Μάριο Βερέττα, ο τελευταίος είχε πολύ σωστά τονίσει:
«ο σύγχρονος προοδευτικός αναγνώστης, που προσεγγίζει την ιστορία της Γαλλικής Eπανάστασης από τις τρέχουσες ιστορικές εκδόσεις, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να προσέξει ιδιαίτερα ένα σημείο. H αστική ιστοριογραφία συνηθίζει να μιλάει, όπως διαπίστωσα, με τα μελανότερα χρώματα για τον τέταρτο χρόνο της Γαλλικής Eπανάστασης και συγκεκριμένα για το διάστημα Αύγουστος 1793 - Iούλιος 1794. H τάση της αυτή δεν είναι καθόλου αθώα. Oι ιστορικές συγκυρίες και οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις το θέλησαν έτσι ώστε στο διάστημα αυτό η Γαλλία να ζήσει την εμπειρία μιας επαναστατικής διακυβέρνησης. Eνάντια στον "δεσποτισμό των βασιλιάδων", ο δολοφονημένος από τις δυνάμεις της αντίδρασης Zαν - Πωλ Mαρά είχε προτείνει τον "δεσποτισμό της Λευτεριάς", πράγμα που προσπάθησε με χίλιους αγώνες να υλοποιήσει η "Mεγάλη" Eπιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας, κάτω από την καθοδήγηση του "αδιάφθορου" Pοβεσπιέρου και του φλογερού Σαιν Zυστ. Kατά την περίοδο αυτήν έπεσαν βέβαια αρκετά κεφάλια αντεπαναστατών, αλλά ο λαός χόρτασε ψωμί, όπως αποδεικνύουν οι σχετικές αναφορές και μαρτυρίες, οι καταχρήσεις περιορίστηκαν, ο πληθωρισμός σταμάτησε και στα μέτωπα του πολέμου σημειώθηκαν οι πρώτες επιτυχίες. Δυστυχώς, η περίοδος αυτή έληξε σύντομα, και την πλήρωσαν οικτρά τόσο οι πρωταγωνιστές της όσο και οι εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες. Aλλά η λάμψη της παραμένει! Γι' αυτόν το λόγο απαιτεί και την προσοχή μας, επειδή η κατασυκοφάντησή της συνεχίζεται και σήμερα».
Ο ίδιος πάντως ο Ροβεσπιέρος (που «δίχως αμφιβολία ο ίδιος δεν έβλεπε με ικανοποίηση τα σκληρά μέτρα και τους ατελείωτους αποκεφαλισμούς», όπως τονίζει ο Μινιέ, σελ. 339), στην ομιλία του της 5ης Φεβρουαρίου 1794 προς την Συντακτική, θα εξηγήσει με πλήρη λογικότητα την αναγκαία καταφυγή – εγκλωβισμό της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας στην βία κατά των αντεπαναστατών και των προδοτών:
«Επιείκεια για τους μοναρχικούς, φωνάζουν κάποιοι, έλεος για τους εγκληματίες! Όχι! Έλεος υπάρχει για τους αθώους, υπάρχει για τους αδύναμους, υπάρχει για τους άτυχους, υπάρχει για την ανθρωπότητα. Η κοινωνία χρωστάει ασφάλεια μόνον στους σωστούς πολίτες, και τέτοιοι στην Δημοκρατία είναι μόνον οι δημοκρατικοί. Για την Δημοκρατία, οι μοναρχικοί και οι συνωμότες δεν είναι παρά ξένοι προς αυτήν, ή, σωστότερα, εχθροί της. Δεν είναι ο σκληρός αγώνας της Ελευθερίας κατά της τυραννίας συγκεκριμένος και αδιαίρετος; Δεν είναι οι ανάμεσά μας εχθροί σύμμαχοι όλων εκείνων των άλλων που επιτίθενται απέξω; Οι δολοφόνοι που διαλύουν την χώρα μας, οι συνομωσίες που εξαγοράζουν συνειδήσεις για να ακυρώσουν τις λαϊκές επιταγές, οι προδότες που τις πουλάνε, οι μισθοφόροι συντάκτες προκηρύξεων που στοχεύουν στο να εξευτελίσουν την λαϊκή υπόθεση, να σκοτώσουν την δημόσια αρετή, να υποδαυλίσουν την πυρά της ανταρσίας και να προετοιμάσουν την πολιτική αντεπανάσταση μέσα από την ηθική αντεπανάσταση, είναι άραγε λιγότερο ένοχοι ή λιγότερο επικίνδυνοι από τους τυράννους τους οποίους υπηρετούν;».
Όπως τονίζει η Σκαρ (σελ. 349), με εξαίρεση την ομιλία του της 8ης Θερμιδόρ που έχει διασωθεί στο χειρόγραφο πρωτότυπό της, οι υπόλοιποι πολιτικοί λόγοι του Ροβεσπιέρου, που έχουν συγκεντρωθεί στους 10 τόμους του «Oeuvres complites» (1910 - 1967) της παρισινής «Εταιρείας Ροβεσπιερικών Σπουδών» του Albert Mathiez (1874–1932), έχουν διασωθεί μέσα από τις εφημερίδες της εποχής, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται εκεί κάποιες αλλοιώσεις. Την ημέρα που τον συνέλαβαν, η αγαπημένη του Ελεωνόρα Ντυπλαί (την οποία οι φήμες ήθελαν να έχει παντρευτεί μυστικά τον Ροβεσπιέρο με πολιτικό μάρτυρα τον Σαιν Ζυστ, γι’ αυτό και την αποκαλούσαν αργότερα «χήρα Ροβεσπιέρου», βλ. Proyart, σελ. 208 - 209) έκρυψε τα περισσότερα από τα χειρόγραφά του, τα οποία όμως πολύ αργότερα, το έτος 1815, τα έκαψε ένα φοβικό μέλος της οικογένειας προληπτικά, προς… αποφυγή μπελάδων. Ένα τμήμα πάντως των πολυάριθμων χειρογράφων του έπεσε στα χέρια των Θερμιδοριανών και παραδόθηκαν στον E. B. Courtois για να τα εξετάσει και να κάνει σχετική αναφορά στην Συμβατική, πράγμα που και έκανε το 1795, αποκρύπτοντας ωστόσο αρκετά αποσπάσματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν πολύ αργότερα στο 3τομο «Papiers in?dits trouv?s chez Robespierre, Saint Just, Payan, etc supprim?s ou omis par Courtois» (Paris, 1828).
Προσπαθώντας τον Απρίλιο του 1794 να αποδυναμώσει τις προχωρημένες προτάσεις των εξτρεμιστών αθέων για μετωπική σύγκρουση με την «Θρησκεία των καταπιεστών» (δηλαδή με τον Χριστιανισμό) και για διάδοση του Αθεϊσμού μέσα από μία έλλογη Θρησκεία του Ορθού Λόγου («Λατρεία της Λογικής»), καθώς και μέσα από την διοργάνωση τελετών προς τιμή της Ελευθερίας, της Αλήθειας και της Αρετής, που προκαλούσαν τις εντός και εκτός Γαλλίας αντιδραστικές χριστιανικές δυνάμεις, ο Ροβεσπιέρος, «έχοντας την ευλογία ή την κατάρα να βλέπει μπροστά» όπως επιτυχημένα το έγραψε η Μαντέλ, καθιέρωσε ως επίσημη πολιτειακή λατρεία την «Λατρεία του Υπερτάτου Όντος» («Culte de l’ Etre Supreme»), η οποία μπορούσε πλέον να συμπλέει με τον «ντεϊσμό» του Ρουσώ και των «Εγκυκλοπαιδιστών», που κυριαρχούσε στους μη αθεϊστικούς κύκλους των επαναστατών. Η νέα αυτή λατρεία, δεν ήλθε βεβαίως ευκαιριακά, μόνο για να αποδυναμώσει την «Λατρεία της Λογικής» των ακροαριστερών, αφού η ιδεολογική βάση του Ροβεσπιέρου δεν υπήρξε πρωτίστως πολιτική, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά κατά κύριο λόγο φιλοσοφικο-θρησκευτική. Εξελίσσοντας την Θρησκεία των Εγκυκλοπαιδιστών, ο Ροβεσπιέρος θεωρούσε ότι η θεότητα, το Αιώνιο Ον, επιθυμούσε την τελική εγκαθίδρυση στην ανθρωπότητα μίας βασιλείας της Αρετής, για την οποία προίκιζε συγκεκριμένους ανθρώπους ως απεσταλμένους αγωνιστές και εργάτες της:
«Γάλλοι, πολεμάτε ενάντια σε βασιλιάδες, άρα είστε άξιοι να τιμήσετε την Θεότητα, το Ον των Όντων, τον Σχεδιαστή της Φύσης… Στις καρδιές μας συνυπάρχουν από την μία το μίσος για την ψεύτικη πίστη και την τυραννία και από την άλλη η αγάπη για την δικαιοσύνη και την πατρίδα. Το αίμα μας ρέει στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Η Θεότητα θα εισακούσει τις προσευχές μας, θα κάνει δεκτές τις θυσίες μας, θα ανταποκριθεί στην λατρεία μας!».
Μη μπαίνοντας ποτέ στον κόπο να εξετάσουν την κοσμοαντίληψή του, την οποία κατόρθωσε να περάσει στους στενούς συνεργάτες του και την μετέτρεπε σε πράξη με τόσο θεαματικά αποτελέσματα, οι κριτές και επικριτές του απορούν για την καθολική επικράτηση του Ροβεσπιέρου σε όλες τις επαναστατικές διεργασίες των ετών 1793 και 1794 («δεν έχουμε στην πραγματικότητα καμμία παραδεκτή εξήγηση πώς ο δικτάτορας απέκτησε τόση επιβολή», γράφει ο Λε Μπον και πιθανολογεί αορίστως «την ύπαρξη ίσως σε αυτόν ενός είδους προσωπικής γοητείας, που μας διαφεύγει σήμερα» (sic), ο δε συναγωνιστής του αλλά από ένα σημείο και μετά φανατικός εχθρός του Μπιγιό Βαρέν είχε σημειώσει: «αυτό που βλέπουμε είναι ένας δικηγορίσκος, πριν από όλα άνθρωπος των γραμμάτων, ένας τίμιος και αυστηρός άνθρωπος, αλλά με όψη χωρίς ιδιαιτερότητα, με ένα άχρωμο ταλέντο, ο οποίος ένα πρωϊ βρίσκεται ανυψωμένος, παρασυρμένος από δεν ξέρω ποιον σίφουνα…»).
Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τον Ροβεσπιέρο, τον οποίο σωστά απεκάλεσε ο E. Hamel «έναν από τους πιο μεγάλους ανθρώπους που μόχθησαν για το Αγαθό επάνω στην γη» (τόμος 3, σελ. 807), ήταν η διπλή «αφέλειά» του να θεωρεί εφικτή την ηθικοποίηση του συνόλου των ανθρώπων, αντικαθιστώντας τα αμέτρητα προσωπικά ελαττώματα με μερικές μετρημένες στο χέρι πολιτικές και κοινωνικές αρετές και να αποδεχθεί τον ρόλο – παγίδα, που ο ανεύθυνος λαός τού είχε με το ζόρι επιβάλει, δηλαδή τον ρόλο εκείνου που ενσαρκώνει την Επανάσταση για να θανατωθεί μαζί της. Υπέβαλε συνέχεια τον εαυτό του στον ψυχικό πόνο να υπογράφει αναγκαίες θανατικές καταδίκες με την ελπίδα να λήξει το συντομότερο η μακρά αιματοχυσία, ονειρευόταν (όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί στον Νταβίντ, λίγο πριν ανατραπεί) την ίδρυση κοινωφελών ιδρυμάτων και την δια νόμου κατάργηση της θανατικής πηγής (Μινιέ, σελ. 341) και το μόνο που εισέπραξε τελικά από εκείνους για τους οποίους αγωνιζόταν ήταν η συκοφαντία, η συνωμοσία, η προδοσία και ο θάνατος. Λίγα μόλις βήματα πριν την κατάκτηση της δυνατότητας «η ηθική ν’ αντικαταστήσει τον εγωϊσμό, οι αξίες να πάρουν την θέση των συνηθειών, το καθήκον την θέση της απόλαυσης, η αγάπη για την δόξα την θέση της αγάπης για τον πλούτο», η φονική αχρειότητα, την οποία είχε την αφέλεια να νομίζει ότι μπορεί να κατανικήσει με μόνο όπλο του την καθαρότητα της Αρετής, κατόρθωσε να του κόψει αποφασιστικά και απότομα τον δρόμο, στις 9 του ζεστού μήνα Θερμιδόρ.
Αμέσως μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου, πάμπολλοι αντεπαναστάτες αλλά και πρώην ομοϊδεάτες του βγήκαν εκ του ασφαλούς να μαγαρίσουν την μνήμη εκείνου που έτρεμαν μπροστά του, όταν ζούσε («όπως και ο Καλιγούλας, δεν θα αργούσε να απαιτήσει να λατρέψει ο γαλλικός λαός το άλογό του», κατέθεσε κάποιος από αυτούς τους αχρείους), όπως μαγάρισε και ο κινητοποιημένος από τους συνωμότες όχλος το φτωχικό σπίτι όπου κατοικούσε, χύνοντας κουβάδες αγελαδινού αίματος στην πρόσοψή του. Παρά την δηλωμένη εχθρότητά του για τον Ροβεσπιέρο (τον αποκαλεί «χλωμό, δηλητηριώδη και μέτριο»), αλλά και για την ίδια την Γαλλική Επανάσταση, ο συγγραφέας Γουσταύος Λε Μπον θα γράψει το 1908:
«Τίποτε δεν είναι τρομερότερο από τους ανθρώπους που φοβούνταν και τώρα πια δεν φοβούνται. Οι Πεδινοί εκδικήθηκαν το ότι είχαν τρομοκρατηθεί από τους Ορεινούς, τρομοκρατώντας τους με την σειρά τους. Από την άλλη, η δουλικότητα των πρώην συντρόφων του Ροβεσπιέρου προς την Εθνοσυνέλευση δεν οφείλετο καθόλου σε αισθήματα συμπάθειας προς αυτήν. Ο Ροβεσπιέρος τούς ενέπνεε έναν αξεπέραστο φόβο, αλλά πίσω από τα άφθονα δείγματα θαυμασμού και ενθουσιασμού που του έδιναν εξαιτίας αυτού ακριβώς του φόβου κρυβόταν ένα βαθύ μίσος. Το αντιλαμβανόμαστε διαβάζοντας τις αναφορές που καταχωρήθηκαν μετά τον θάνατό του στον Μηνύτορα της 11ης, 15ης και 29ης Αυγούστου 1794… Ποτέ σκλάβοι δεν έβρισαν περισσότερο τον κύριό τους μετά την πτώση του». Διεισδυτική πάντως αναλύτριά του αποδείχθηκε η προαναφερθείσα Μαντέλ, αν και εν τάχει, όταν ρώτησε και απάντησε η ίδια σχετικά με αυτόν στο «London Review of Books» (τόμος 28, νο 8, 20 Απριλίου 2006): «Γιατί άραγε η καθαρότητά του αποδείχθηκε θανάσιμη; Γιατί έδειχνε να είναι μια καθαρότητα απόλυτη. Κανείς δεν μπορούσε να τον εξαγοράσει. Κανείς δεν μπορούσε να τον εντυπωσιάσει. Κανείς δεν μπορούσε να τον τρομάξει. Και κανείς δεν μπορούσε να τον διεκδικήσει».
Ο Ροβεσπιέρος είχε ιδιαίτερη απέχθεια για εκείνους που αποκαλούσε «fripons», δηλαδή τους έμπειρους, πανούργους αλλά και αμείλικτους παλιανθρώπους, τους οποίους θεωρούσε «τα κατ' εξοχήν αντιπολιτικά, απολιτικά ή μη-πολιτικά ζώα, τρωκτικά που έχουν το κεφάλι βυθισμένο σε μια γούρνα με λεφτά και τρώνε, τρώνε, τρώνε και σταματημό δεν έχουν» (όπως επιτυχημένα περιγράφει ο καθηγητής Γερ. Βώκος σε ένα εξαίρετο άρθρο του με τίτλο «Ο Ροβεσπιέρος και η πολιτική αρετή»). Για εκείνον, «η Αρετή ως ήθος, τόλμη και σταθερή συμπεριφορά στην υπηρεσία της Ελευθερίας είναι το αντίδοτο στην απάτη. Ετσι ορισμένη, η Αρετή δεν αποτελεί ούτε προσωπικό ούτε ψυχολογικό ούτε ηθικολογικό γνώρισμα. Στα μάτια του Ροβεσπιέρου η Αρετή έχει βαθιά πολιτικό και δημοκρατικό χαρακτήρα».
Οι αντεπαναστάτες και οι έκτοτε ομοϊδεάτες τους, μίλησαν φυσικά και εξακολουθούν να κάνουν λόγο για «Βασιλεία της Τρομοκρατίας» (διαστρέφοντας όπως προείπαμε το πραγματικό νόημα του όρου «La Τerreur» εκείνης της εποχής), όταν περιγράφουν την εποποιία εκείνης της 9μηνης επαναστατικής διακυβέρνησης, μη έχοντας ωστόσο πειστική απάντηση να δώσουν ούτε στην ερώτηση τι θα έπρεπε κατά την γνώμη τους να πράξει η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας εν μέσω αλλεπάλληλων και από παντού επιθέσεων, ούτε στην ακόμα πιο αδυσώπητη ερώτηση εάν τελικά δικαιολογεί ο αριθμός των θυμάτων έναν τόσο βαρύγδουπα αρνητικό (έστω και εξ εσκεμμένης παρερμηνείας!) χαρακτηρισμό: από τον Σεπτέμβριο του 1793 έως τον Φεβρουάριο του 1794 είχαν καρατομηθεί εν μέσω πολύ άγριων καιρών μόνον 238 άνδρες και 31 γυναίκες, την ίδια ώρα που είχαν δικαστεί αλλά αθωωθεί περίπου 200 άτομα, ο δε τελικός συνολικός 9μηνος απολογισμός δεν ξεπέρασε τελικά όσους θανάτωναν οι διάφορες παρατάξεις του Χριστιανισμού στους αιώνες της παντοδυναμίας του, κατά την διάρκεια μίας και μόνον ημέρας.
Από την πρώτη κιόλας έκδοση του βιβλίου «Mαρά – Σαιν Zυστ – Pοβεσπιέρος. Κείμενα» (Αθήνα, 1989), το οποίο πρόκειται να επανεκδοθεί και άρα ευτυχώς να επανεπικαιροποιηθεί από τον μεταφραστή Μάριο Βερέττα, ο τελευταίος είχε πολύ σωστά τονίσει:
«ο σύγχρονος προοδευτικός αναγνώστης, που προσεγγίζει την ιστορία της Γαλλικής Eπανάστασης από τις τρέχουσες ιστορικές εκδόσεις, θα πρέπει κατά τη γνώμη μου να προσέξει ιδιαίτερα ένα σημείο. H αστική ιστοριογραφία συνηθίζει να μιλάει, όπως διαπίστωσα, με τα μελανότερα χρώματα για τον τέταρτο χρόνο της Γαλλικής Eπανάστασης και συγκεκριμένα για το διάστημα Αύγουστος 1793 - Iούλιος 1794. H τάση της αυτή δεν είναι καθόλου αθώα. Oι ιστορικές συγκυρίες και οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις το θέλησαν έτσι ώστε στο διάστημα αυτό η Γαλλία να ζήσει την εμπειρία μιας επαναστατικής διακυβέρνησης. Eνάντια στον "δεσποτισμό των βασιλιάδων", ο δολοφονημένος από τις δυνάμεις της αντίδρασης Zαν - Πωλ Mαρά είχε προτείνει τον "δεσποτισμό της Λευτεριάς", πράγμα που προσπάθησε με χίλιους αγώνες να υλοποιήσει η "Mεγάλη" Eπιτροπή Δημόσιας Σωτηρίας, κάτω από την καθοδήγηση του "αδιάφθορου" Pοβεσπιέρου και του φλογερού Σαιν Zυστ. Kατά την περίοδο αυτήν έπεσαν βέβαια αρκετά κεφάλια αντεπαναστατών, αλλά ο λαός χόρτασε ψωμί, όπως αποδεικνύουν οι σχετικές αναφορές και μαρτυρίες, οι καταχρήσεις περιορίστηκαν, ο πληθωρισμός σταμάτησε και στα μέτωπα του πολέμου σημειώθηκαν οι πρώτες επιτυχίες. Δυστυχώς, η περίοδος αυτή έληξε σύντομα, και την πλήρωσαν οικτρά τόσο οι πρωταγωνιστές της όσο και οι εξαθλιωμένες λαϊκές μάζες. Aλλά η λάμψη της παραμένει! Γι' αυτόν το λόγο απαιτεί και την προσοχή μας, επειδή η κατασυκοφάντησή της συνεχίζεται και σήμερα».
Ο ίδιος πάντως ο Ροβεσπιέρος (που «δίχως αμφιβολία ο ίδιος δεν έβλεπε με ικανοποίηση τα σκληρά μέτρα και τους ατελείωτους αποκεφαλισμούς», όπως τονίζει ο Μινιέ, σελ. 339), στην ομιλία του της 5ης Φεβρουαρίου 1794 προς την Συντακτική, θα εξηγήσει με πλήρη λογικότητα την αναγκαία καταφυγή – εγκλωβισμό της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας στην βία κατά των αντεπαναστατών και των προδοτών:
«Επιείκεια για τους μοναρχικούς, φωνάζουν κάποιοι, έλεος για τους εγκληματίες! Όχι! Έλεος υπάρχει για τους αθώους, υπάρχει για τους αδύναμους, υπάρχει για τους άτυχους, υπάρχει για την ανθρωπότητα. Η κοινωνία χρωστάει ασφάλεια μόνον στους σωστούς πολίτες, και τέτοιοι στην Δημοκρατία είναι μόνον οι δημοκρατικοί. Για την Δημοκρατία, οι μοναρχικοί και οι συνωμότες δεν είναι παρά ξένοι προς αυτήν, ή, σωστότερα, εχθροί της. Δεν είναι ο σκληρός αγώνας της Ελευθερίας κατά της τυραννίας συγκεκριμένος και αδιαίρετος; Δεν είναι οι ανάμεσά μας εχθροί σύμμαχοι όλων εκείνων των άλλων που επιτίθενται απέξω; Οι δολοφόνοι που διαλύουν την χώρα μας, οι συνομωσίες που εξαγοράζουν συνειδήσεις για να ακυρώσουν τις λαϊκές επιταγές, οι προδότες που τις πουλάνε, οι μισθοφόροι συντάκτες προκηρύξεων που στοχεύουν στο να εξευτελίσουν την λαϊκή υπόθεση, να σκοτώσουν την δημόσια αρετή, να υποδαυλίσουν την πυρά της ανταρσίας και να προετοιμάσουν την πολιτική αντεπανάσταση μέσα από την ηθική αντεπανάσταση, είναι άραγε λιγότερο ένοχοι ή λιγότερο επικίνδυνοι από τους τυράννους τους οποίους υπηρετούν;».
Όπως τονίζει η Σκαρ (σελ. 349), με εξαίρεση την ομιλία του της 8ης Θερμιδόρ που έχει διασωθεί στο χειρόγραφο πρωτότυπό της, οι υπόλοιποι πολιτικοί λόγοι του Ροβεσπιέρου, που έχουν συγκεντρωθεί στους 10 τόμους του «Oeuvres complites» (1910 - 1967) της παρισινής «Εταιρείας Ροβεσπιερικών Σπουδών» του Albert Mathiez (1874–1932), έχουν διασωθεί μέσα από τις εφημερίδες της εποχής, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται εκεί κάποιες αλλοιώσεις. Την ημέρα που τον συνέλαβαν, η αγαπημένη του Ελεωνόρα Ντυπλαί (την οποία οι φήμες ήθελαν να έχει παντρευτεί μυστικά τον Ροβεσπιέρο με πολιτικό μάρτυρα τον Σαιν Ζυστ, γι’ αυτό και την αποκαλούσαν αργότερα «χήρα Ροβεσπιέρου», βλ. Proyart, σελ. 208 - 209) έκρυψε τα περισσότερα από τα χειρόγραφά του, τα οποία όμως πολύ αργότερα, το έτος 1815, τα έκαψε ένα φοβικό μέλος της οικογένειας προληπτικά, προς… αποφυγή μπελάδων. Ένα τμήμα πάντως των πολυάριθμων χειρογράφων του έπεσε στα χέρια των Θερμιδοριανών και παραδόθηκαν στον E. B. Courtois για να τα εξετάσει και να κάνει σχετική αναφορά στην Συμβατική, πράγμα που και έκανε το 1795, αποκρύπτοντας ωστόσο αρκετά αποσπάσματα, τα οποία δημοσιεύθηκαν πολύ αργότερα στο 3τομο «Papiers in?dits trouv?s chez Robespierre, Saint Just, Payan, etc supprim?s ou omis par Courtois» (Paris, 1828).
Προσπαθώντας τον Απρίλιο του 1794 να αποδυναμώσει τις προχωρημένες προτάσεις των εξτρεμιστών αθέων για μετωπική σύγκρουση με την «Θρησκεία των καταπιεστών» (δηλαδή με τον Χριστιανισμό) και για διάδοση του Αθεϊσμού μέσα από μία έλλογη Θρησκεία του Ορθού Λόγου («Λατρεία της Λογικής»), καθώς και μέσα από την διοργάνωση τελετών προς τιμή της Ελευθερίας, της Αλήθειας και της Αρετής, που προκαλούσαν τις εντός και εκτός Γαλλίας αντιδραστικές χριστιανικές δυνάμεις, ο Ροβεσπιέρος, «έχοντας την ευλογία ή την κατάρα να βλέπει μπροστά» όπως επιτυχημένα το έγραψε η Μαντέλ, καθιέρωσε ως επίσημη πολιτειακή λατρεία την «Λατρεία του Υπερτάτου Όντος» («Culte de l’ Etre Supreme»), η οποία μπορούσε πλέον να συμπλέει με τον «ντεϊσμό» του Ρουσώ και των «Εγκυκλοπαιδιστών», που κυριαρχούσε στους μη αθεϊστικούς κύκλους των επαναστατών. Η νέα αυτή λατρεία, δεν ήλθε βεβαίως ευκαιριακά, μόνο για να αποδυναμώσει την «Λατρεία της Λογικής» των ακροαριστερών, αφού η ιδεολογική βάση του Ροβεσπιέρου δεν υπήρξε πρωτίστως πολιτική, όπως νομίζουν οι περισσότεροι, αλλά κατά κύριο λόγο φιλοσοφικο-θρησκευτική. Εξελίσσοντας την Θρησκεία των Εγκυκλοπαιδιστών, ο Ροβεσπιέρος θεωρούσε ότι η θεότητα, το Αιώνιο Ον, επιθυμούσε την τελική εγκαθίδρυση στην ανθρωπότητα μίας βασιλείας της Αρετής, για την οποία προίκιζε συγκεκριμένους ανθρώπους ως απεσταλμένους αγωνιστές και εργάτες της:
«Γάλλοι, πολεμάτε ενάντια σε βασιλιάδες, άρα είστε άξιοι να τιμήσετε την Θεότητα, το Ον των Όντων, τον Σχεδιαστή της Φύσης… Στις καρδιές μας συνυπάρχουν από την μία το μίσος για την ψεύτικη πίστη και την τυραννία και από την άλλη η αγάπη για την δικαιοσύνη και την πατρίδα. Το αίμα μας ρέει στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Η Θεότητα θα εισακούσει τις προσευχές μας, θα κάνει δεκτές τις θυσίες μας, θα ανταποκριθεί στην λατρεία μας!».
Μη μπαίνοντας ποτέ στον κόπο να εξετάσουν την κοσμοαντίληψή του, την οποία κατόρθωσε να περάσει στους στενούς συνεργάτες του και την μετέτρεπε σε πράξη με τόσο θεαματικά αποτελέσματα, οι κριτές και επικριτές του απορούν για την καθολική επικράτηση του Ροβεσπιέρου σε όλες τις επαναστατικές διεργασίες των ετών 1793 και 1794 («δεν έχουμε στην πραγματικότητα καμμία παραδεκτή εξήγηση πώς ο δικτάτορας απέκτησε τόση επιβολή», γράφει ο Λε Μπον και πιθανολογεί αορίστως «την ύπαρξη ίσως σε αυτόν ενός είδους προσωπικής γοητείας, που μας διαφεύγει σήμερα» (sic), ο δε συναγωνιστής του αλλά από ένα σημείο και μετά φανατικός εχθρός του Μπιγιό Βαρέν είχε σημειώσει: «αυτό που βλέπουμε είναι ένας δικηγορίσκος, πριν από όλα άνθρωπος των γραμμάτων, ένας τίμιος και αυστηρός άνθρωπος, αλλά με όψη χωρίς ιδιαιτερότητα, με ένα άχρωμο ταλέντο, ο οποίος ένα πρωϊ βρίσκεται ανυψωμένος, παρασυρμένος από δεν ξέρω ποιον σίφουνα…»).
Το μόνο πράγμα για το οποίο μπορεί κάποιος να κατηγορήσει τον Ροβεσπιέρο, τον οποίο σωστά απεκάλεσε ο E. Hamel «έναν από τους πιο μεγάλους ανθρώπους που μόχθησαν για το Αγαθό επάνω στην γη» (τόμος 3, σελ. 807), ήταν η διπλή «αφέλειά» του να θεωρεί εφικτή την ηθικοποίηση του συνόλου των ανθρώπων, αντικαθιστώντας τα αμέτρητα προσωπικά ελαττώματα με μερικές μετρημένες στο χέρι πολιτικές και κοινωνικές αρετές και να αποδεχθεί τον ρόλο – παγίδα, που ο ανεύθυνος λαός τού είχε με το ζόρι επιβάλει, δηλαδή τον ρόλο εκείνου που ενσαρκώνει την Επανάσταση για να θανατωθεί μαζί της. Υπέβαλε συνέχεια τον εαυτό του στον ψυχικό πόνο να υπογράφει αναγκαίες θανατικές καταδίκες με την ελπίδα να λήξει το συντομότερο η μακρά αιματοχυσία, ονειρευόταν (όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί στον Νταβίντ, λίγο πριν ανατραπεί) την ίδρυση κοινωφελών ιδρυμάτων και την δια νόμου κατάργηση της θανατικής πηγής (Μινιέ, σελ. 341) και το μόνο που εισέπραξε τελικά από εκείνους για τους οποίους αγωνιζόταν ήταν η συκοφαντία, η συνωμοσία, η προδοσία και ο θάνατος. Λίγα μόλις βήματα πριν την κατάκτηση της δυνατότητας «η ηθική ν’ αντικαταστήσει τον εγωϊσμό, οι αξίες να πάρουν την θέση των συνηθειών, το καθήκον την θέση της απόλαυσης, η αγάπη για την δόξα την θέση της αγάπης για τον πλούτο», η φονική αχρειότητα, την οποία είχε την αφέλεια να νομίζει ότι μπορεί να κατανικήσει με μόνο όπλο του την καθαρότητα της Αρετής, κατόρθωσε να του κόψει αποφασιστικά και απότομα τον δρόμο, στις 9 του ζεστού μήνα Θερμιδόρ.
Αμέσως μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου, πάμπολλοι αντεπαναστάτες αλλά και πρώην ομοϊδεάτες του βγήκαν εκ του ασφαλούς να μαγαρίσουν την μνήμη εκείνου που έτρεμαν μπροστά του, όταν ζούσε («όπως και ο Καλιγούλας, δεν θα αργούσε να απαιτήσει να λατρέψει ο γαλλικός λαός το άλογό του», κατέθεσε κάποιος από αυτούς τους αχρείους), όπως μαγάρισε και ο κινητοποιημένος από τους συνωμότες όχλος το φτωχικό σπίτι όπου κατοικούσε, χύνοντας κουβάδες αγελαδινού αίματος στην πρόσοψή του. Παρά την δηλωμένη εχθρότητά του για τον Ροβεσπιέρο (τον αποκαλεί «χλωμό, δηλητηριώδη και μέτριο»), αλλά και για την ίδια την Γαλλική Επανάσταση, ο συγγραφέας Γουσταύος Λε Μπον θα γράψει το 1908:
«Τίποτε δεν είναι τρομερότερο από τους ανθρώπους που φοβούνταν και τώρα πια δεν φοβούνται. Οι Πεδινοί εκδικήθηκαν το ότι είχαν τρομοκρατηθεί από τους Ορεινούς, τρομοκρατώντας τους με την σειρά τους. Από την άλλη, η δουλικότητα των πρώην συντρόφων του Ροβεσπιέρου προς την Εθνοσυνέλευση δεν οφείλετο καθόλου σε αισθήματα συμπάθειας προς αυτήν. Ο Ροβεσπιέρος τούς ενέπνεε έναν αξεπέραστο φόβο, αλλά πίσω από τα άφθονα δείγματα θαυμασμού και ενθουσιασμού που του έδιναν εξαιτίας αυτού ακριβώς του φόβου κρυβόταν ένα βαθύ μίσος. Το αντιλαμβανόμαστε διαβάζοντας τις αναφορές που καταχωρήθηκαν μετά τον θάνατό του στον Μηνύτορα της 11ης, 15ης και 29ης Αυγούστου 1794… Ποτέ σκλάβοι δεν έβρισαν περισσότερο τον κύριό τους μετά την πτώση του». Διεισδυτική πάντως αναλύτριά του αποδείχθηκε η προαναφερθείσα Μαντέλ, αν και εν τάχει, όταν ρώτησε και απάντησε η ίδια σχετικά με αυτόν στο «London Review of Books» (τόμος 28, νο 8, 20 Απριλίου 2006): «Γιατί άραγε η καθαρότητά του αποδείχθηκε θανάσιμη; Γιατί έδειχνε να είναι μια καθαρότητα απόλυτη. Κανείς δεν μπορούσε να τον εξαγοράσει. Κανείς δεν μπορούσε να τον εντυπωσιάσει. Κανείς δεν μπορούσε να τον τρομάξει. Και κανείς δεν μπορούσε να τον διεκδικήσει».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου